accessory material - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

accessory material (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

accessory material: Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/əkˈsɛsəri məˈtɪrɪəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος accessory material αναφέρεται σε υλικά που χρησιμοποιούνται ως συμπληρωματικά ή βοηθητικά στοιχεία σε ένα έργο ή προϊόν. Μπορεί να περιλαμβάνει αντικείμενα που δεν είναι απαραίτητα για τη βασική δομή αλλά προσθέτουν λειτουργικότητα ή αισθητική αξία.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανίες όπως η μόδα, η κατασκευή και η τεχνολογία, και συναντάται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αν και είναι πιο κοινό σε τεχνικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα χρήσης

  1. The designer chose various accessory materials to enhance the overall appeal of the collection.
  2. Ο σχεδιαστής επέλεξε διάφορα αξεσουάρ υλικά για να ενισχύσει τη συνολική απήχηση της συλλογής.

  3. In construction, accessory materials are vital for ensuring durability and safety.

  4. Στην κατασκευή, τα βοηθητικά υλικά είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση ανθεκτικότητας και ασφάλειας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "accessory" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. The accessory after the fact: Refers to someone who aids another in evading justice after a crime has been committed.
  2. Ο βοηθός μετά την πράξη: Αναφέρεται σε κάποιον που βοηθά έναν άλλο να αποφύγει την απόδοση δικαιοσύνης μετά την τέλεση ενός εγκλήματος.

  3. Accessorial to a failed plan: Involving someone or something that indirectly contributed to the failure of a scheme.

  4. Βοηθητικός σε ένα αποτυχημένο σχέδιο: Συμπεριλαμβάνοντας κάποιον ή κάτι που συνέβαλε έμμεσα στην αποτυχία ενός σχεδίου.

  5. Accessory role: A role that is secondary or supplementary to the main one.

  6. Βοηθητικός ρόλος: Ένας ρόλος που είναι δευτερεύων ή συμπληρωματικός στον κύριο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "accessory" προέρχεται από το λατινικό "accessorius," που σημαίνει "που προστίθεται" ή "βοηθητικός". Το "material" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "materialis", που σημαίνει "σχετικό με ύλη".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: supplementary material, adjunct material, peripheral material
Αντώνυμα: primary material, essential material, core material



25-07-2024