accessory material: Ουσιαστικό
/əkˈsɛsəri məˈtɪrɪəl/
Ο όρος accessory material αναφέρεται σε υλικά που χρησιμοποιούνται ως συμπληρωματικά ή βοηθητικά στοιχεία σε ένα έργο ή προϊόν. Μπορεί να περιλαμβάνει αντικείμενα που δεν είναι απαραίτητα για τη βασική δομή αλλά προσθέτουν λειτουργικότητα ή αισθητική αξία.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανίες όπως η μόδα, η κατασκευή και η τεχνολογία, και συναντάται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αν και είναι πιο κοινό σε τεχνικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
Ο σχεδιαστής επέλεξε διάφορα αξεσουάρ υλικά για να ενισχύσει τη συνολική απήχηση της συλλογής.
In construction, accessory materials are vital for ensuring durability and safety.
Ο όρος "accessory" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Ο βοηθός μετά την πράξη: Αναφέρεται σε κάποιον που βοηθά έναν άλλο να αποφύγει την απόδοση δικαιοσύνης μετά την τέλεση ενός εγκλήματος.
Accessorial to a failed plan: Involving someone or something that indirectly contributed to the failure of a scheme.
Βοηθητικός σε ένα αποτυχημένο σχέδιο: Συμπεριλαμβάνοντας κάποιον ή κάτι που συνέβαλε έμμεσα στην αποτυχία ενός σχεδίου.
Accessory role: A role that is secondary or supplementary to the main one.
Η λέξη "accessory" προέρχεται από το λατινικό "accessorius," που σημαίνει "που προστίθεται" ή "βοηθητικός". Το "material" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "materialis", που σημαίνει "σχετικό με ύλη".
Συνώνυμα: supplementary material, adjunct material, peripheral material
Αντώνυμα: primary material, essential material, core material