Ο όρος "accidental contamination" είναι ουσιαστικό.
/əkˈsɪdəntəl ˌkɒntæmɪˈneɪʃən/
Η "accidental contamination" αναφέρεται σε μια ανεπιθύμητη ή τυχαία εισβολή επιβλαβών ουσιών ή παθογόνων σε προϊόντα, περιβάλλον ή σώματα. Συνήθως χρησιμοποιείται στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας τροφίμων και του περιβάλλοντος. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση αυτή χρησιμοποιείται συχνά για περιγραφές καταστάσεων όπου η μόλυνση επήλθε χωρίς πρόθεση ή προγραμματισμό. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πιο συνηθισμένη τη γραπτή μορφή σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
The lab reported an accidental contamination of the samples.
Το εργαστήριο ανέφερε μια ακούσια μόλυνση των δειγμάτων.
Preventing accidental contamination is essential in food processing.
Η πρόληψη της τυχαίας μόλυνσης είναι ζωτικής σημασίας στην επεξεργασία τροφίμων.
Accidental contamination can lead to serious health risks.
Η ακούσια μόλυνση μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς κινδύνους για την υγεία.
Η φράση "accidental contamination" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορούμε να δούμε τη χρήση της σε πιο γενικές φράσεις που σχετίζονται με τη μόλυνση:
"Take precautions against accidental contamination."
Λάβε προφυλάξεις κατά της ακούσιας μόλυνσης.
"The company implemented new protocols to avoid accidental contamination."
Η εταιρεία εφαρμόζει νέα πρωτόκολλα για να αποφύγει την ακούσια μόλυνση.
"In research, accidental contamination of samples must be minimized."
Στην έρευνα, η ακούσια μόλυνση των δειγμάτων πρέπει να ελαχιστοποιείται.
"Understanding the causes of accidental contamination is key to prevention."
Η κατανόηση των αιτίων της ακούσιας μόλυνσης είναι το κλειδί για την πρόληψη.
Η λέξη "accidental" προέρχεται από το Λατινικό "accidentalis" που σημαίνει "ότι συμβαίνει κατά τύχη". Η λέξη "contamination" προέρχεται από το Λατινικό "contaminare", που σημαίνει "να μολύνει ή να μολύνεται", δημιουργώντας τη σύνθετη έννοια της ακούσιας ή τυχαίας μόλυνσης.
Συνώνυμα: - inadvertent contamination (ακούσια μόλυνση) - unintentional contamination (μη πρόθετη μόλυνση)
Αντώνυμα: - intentional contamination (σκόπιμη μόλυνση) - controlled contamination (ελεγχόμενη μόλυνση)