accidental contamination - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

accidental contamination (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "accidental contamination" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/əkˈsɪdəntəl ˌkɒntæmɪˈneɪʃən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η "accidental contamination" αναφέρεται σε μια ανεπιθύμητη ή τυχαία εισβολή επιβλαβών ουσιών ή παθογόνων σε προϊόντα, περιβάλλον ή σώματα. Συνήθως χρησιμοποιείται στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας τροφίμων και του περιβάλλοντος. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση αυτή χρησιμοποιείται συχνά για περιγραφές καταστάσεων όπου η μόλυνση επήλθε χωρίς πρόθεση ή προγραμματισμό. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πιο συνηθισμένη τη γραπτή μορφή σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The lab reported an accidental contamination of the samples.
    Το εργαστήριο ανέφερε μια ακούσια μόλυνση των δειγμάτων.

  2. Preventing accidental contamination is essential in food processing.
    Η πρόληψη της τυχαίας μόλυνσης είναι ζωτικής σημασίας στην επεξεργασία τροφίμων.

  3. Accidental contamination can lead to serious health risks.
    Η ακούσια μόλυνση μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς κινδύνους για την υγεία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "accidental contamination" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, μπορούμε να δούμε τη χρήση της σε πιο γενικές φράσεις που σχετίζονται με τη μόλυνση:

  1. "Take precautions against accidental contamination."
    Λάβε προφυλάξεις κατά της ακούσιας μόλυνσης.

  2. "The company implemented new protocols to avoid accidental contamination."
    Η εταιρεία εφαρμόζει νέα πρωτόκολλα για να αποφύγει την ακούσια μόλυνση.

  3. "In research, accidental contamination of samples must be minimized."
    Στην έρευνα, η ακούσια μόλυνση των δειγμάτων πρέπει να ελαχιστοποιείται.

  4. "Understanding the causes of accidental contamination is key to prevention."
    Η κατανόηση των αιτίων της ακούσιας μόλυνσης είναι το κλειδί για την πρόληψη.

Ετυμολογία

Η λέξη "accidental" προέρχεται από το Λατινικό "accidentalis" που σημαίνει "ότι συμβαίνει κατά τύχη". Η λέξη "contamination" προέρχεται από το Λατινικό "contaminare", που σημαίνει "να μολύνει ή να μολύνεται", δημιουργώντας τη σύνθετη έννοια της ακούσιας ή τυχαίας μόλυνσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inadvertent contamination (ακούσια μόλυνση) - unintentional contamination (μη πρόθετη μόλυνση)

Αντώνυμα: - intentional contamination (σκόπιμη μόλυνση) - controlled contamination (ελεγχόμενη μόλυνση)



25-07-2024