Ουσιαστικό
/əˈklɪv.ɪ.ti/
Η λέξη "acclivity" αναφέρεται σε μια ανηφορική κλίση ή ανύψωση, όπως για παράδειγμα μια πλαγιά ή ένα λόφο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωγραφικό ή τοπογραφικό πλαίσιο και σε λιγότερο συχνές περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει μια αύξηση ή πρόοδο σε μια κατάσταση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή και προτιμάται περισσότερο στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Οι πεζοπόροι αγωνίστηκαν να ανεβούν την κλίση που οδηγούσε στην κορυφή.
The road has a steep acclivity that challenges even experienced drivers.
Ο δρόμος έχει μια απότομη ανύψωση που προκαλεί προκλήσεις ακόμα και στους έμπειρους οδηγούς.
We encountered a gentle acclivity that was easy to navigate.
Η λέξη "acclivity" δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Όμως, χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές τοπίων ή σκαλοπατιών ανάπτυξης:
Όταν αντιμετωπίζεις μια κλίση, είναι σημαντικό να διατηρείς την ισορροπία σου και την προσοχή σου.
"Overcome the acclivity"
Κατάφερε να ξεπεράσει την ανύψωση με καθαρή αποφασιστικότητα και δύναμη.
"Embrace the acclivity"
Η λέξη "acclivity" προέρχεται από τη λατινική λέξη "acclivis", η οποία σημαίνει "ανηφορικός" και αυτή με τη σειρά της συνδυάζεται με το πρόθεμα "ad-" (προς) και το ρήμα "clivus" (κλίση).
Συνώνυμα: - Ascent - Rise - Incline
Αντώνυμα: - Declivity - Descent - Slope down