Η λέξη "accomplish" σημαίνει να πετύχεις ή να ολοκληρώσεις κάτι, συνήθως έναν στόχο ή μια εργασία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα όπως αναφορές και άρθρα.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε δημιουργικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα, γεγονός που την καθιστά πιο κοινή σε επίσημα κείμενα.
Ελπίζω να ολοκληρώσω τους στόχους μου φέτος.
She worked hard to accomplish the project on time.
Δούλεψε σκληρά για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
They were able to accomplish their mission successfully.
Η λέξη "accomplish" χρησιμοποιείται αρκετές φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Κατάφερε να επιτύχει ένα επίτευγμα που δεν έχει ξαναδεί.
Accomplish your dreams
Είναι σημαντικό να δουλέψετε σκληρά για να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας.
Accomplish great things
Μαζί, μπορούμε να επιτύχουμε σπουδαία πράγματα.
Accomplish the impossible
Η λέξη "accomplish" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "accomplir", που πάλι προέρχεται από το λατινικό "accomplire", που σημαίνει "να συμπληρώσω".
Συνώνυμα: - achieve (επιτυγχάνω) - complete (ολοκληρώνω) - fulfill (εκπληρώνω)
Αντώνυμα: - fail (αποτυγχάνω) - neglect (παραμελώ) - abandon (παρατάω)