accomplish - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

accomplish (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Φωνητική Μεταγραφή

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "accomplish" σημαίνει να πετύχεις ή να ολοκληρώσεις κάτι, συνήθως έναν στόχο ή μια εργασία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα όπως αναφορές και άρθρα.

Συχνότητα Χρήσης

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε δημιουργικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα, γεγονός που την καθιστά πιο κοινή σε επίσημα κείμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. I hope to accomplish my goals this year.
  2. Ελπίζω να ολοκληρώσω τους στόχους μου φέτος.

  3. She worked hard to accomplish the project on time.

  4. Δούλεψε σκληρά για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.

  5. They were able to accomplish their mission successfully.

  6. Κατάφεραν να επιτύχουν την αποστολή τους με επιτυχία.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "accomplish" χρησιμοποιείται αρκετές φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Accomplish a feat
  2. Επίτευγμα
  3. He managed to accomplish a feat never seen before.
  4. Κατάφερε να επιτύχει ένα επίτευγμα που δεν έχει ξαναδεί.

  5. Accomplish your dreams

  6. Πραγματοποιήστε τα όνειρά σας
  7. It's important to work hard to accomplish your dreams.
  8. Είναι σημαντικό να δουλέψετε σκληρά για να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας.

  9. Accomplish great things

  10. Επιτύχετε σπουδαία πράγματα
  11. Together, we can accomplish great things.
  12. Μαζί, μπορούμε να επιτύχουμε σπουδαία πράγματα.

  13. Accomplish the impossible

  14. Επίτευξη του αδύνατου
  15. With determination, you can accomplish the impossible.
  16. Με αποφασιστικότητα, μπορείτε να πετύχετε το αδύνατο.

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "accomplish" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "accomplir", που πάλι προέρχεται από το λατινικό "accomplire", που σημαίνει "να συμπληρώσω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - achieve (επιτυγχάνω) - complete (ολοκληρώνω) - fulfill (εκπληρώνω)

Αντώνυμα: - fail (αποτυγχάνω) - neglect (παραμελώ) - abandon (παρατάω)



25-07-2024