Ουσιαστικό (Noun)
/əˈkruːd ɪkˈspɛns/
Ο όρος "accrued expense" αναφέρεται σε έξοδα που έχουν αναγνωριστεί αλλά δεν έχουν ακόμα πληρωθεί ή πραγματοποιηθεί. Αυτές οι δαπάνες καταγράφονται ως υποχρεώσεις σε μια επιχείρηση, καθώς η ευθύνη για την πληρωμή τους έχει προκύψει, αλλά δεν έχει γίνει ακόμα η εξόφληση. Στην αγγλική γλώσσα, αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της λογιστικής και της χρηματοοικονομικής διαχείρισης.
Ο όρος προτιμάται σε γραπτά κείμενα, όπως λογιστικές αναφορές και οικονομικές εκθέσεις, παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο. Εμφανίζεται συχνά σε νομικά και επαγγελματικά κείμενα που σχετίζονται με τη χρηματοοικονομική διαχείριση.
The company has reported an accrued expense of $5,000 for utilities this month.
(Η εταιρεία έχει αναφέρει ένα συγκεντρωμένο έξοδο 5.000 δολαρίων για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας αυτόν τον μήνα.)
Accrued expenses must be accounted for in the financial statements.
(Τα εκκρεμή έξοδα πρέπει να ληφθούν υπόψη στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.)
At the end of the fiscal year, we need to adjust our accrued expense entries.
(Στο τέλος της οικονομικής χρονιάς, πρέπει να προσαρμόσουμε τις εγγραφές των εκκρεμών εξόδων μας.)
Ο όρος "accrued expense" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν σχετικές περιπτώσεις όπου μπορούν να επισημανθούν οι επιρροές του στην επιχειρηματική γλώσσα:
"The accrued expense mountaineer" refers to a financial analyst who specializes in tracking these costs.
(Ο "ορειβάτης των συγκεντρωμένων εξόδων" αναφέρεται σε έναν χρηματοοικονομικό αναλυτή που ειδικεύεται στην παρακολούθηση αυτών των εξόδων.)
"We need to climb the accrued expense mountain" emphasizes the importance of monitoring these obligations closely.
(Πρέπει να αναρριχηθούμε στην "οροσειρά των εκκρεμών εξόδων" που τονίζει τη σημασία της προσεκτικής παρακολούθησης αυτών των υποχρεώσεων.)
Ο όρος "accrued" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "accruere", που σημαίνει "να συγκεντρώνεται" ή "να προστίθεται", και η λέξη "expense" προέρχεται από το λατινικό "expendere", που σημαίνει "να ξοδεύεται". Στην σύγχρονη χρήση, συνδυάζονται για να περιγράψουν έξοδα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, ανεξάρτητα από την πληρωμή τους.
Συνώνυμα: - Accrued liability - Outstanding expense
Αντώνυμα: - Prepaid expense - Settled expense