Accurse είναι ρήμα.
/əˈkɜːrs/
Το "accurse" αναφέρεται στην πράξη του να καταριέσαι κάποιον ή κάτι, συχνά με σκοπό να προκαλέσεις καμία κακή τύχη ή ατυχία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε λογοτεχνικά και ποιητικά κείμενα και έχει ένα κάπως αρνητικό ή δραματικό τόνο. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
"Καταριέται για την προδοσία του κατά του βασιλιά."
"The villagers believed that the haunted house was accursed."
"Οι κάτοικοι πίστευαν ότι το στοιχειωμένο σπίτι ήταν καταραμένο."
"In the old tales, those who betrayed their friends were often accursed."
Ενώ η λέξη "accurse" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που χρησιμοποιούν τη θεματική της κατάρας:
"Καταράστηκε την ημέρα που πήρε αυτή την απόφαση."
"To accurse someone to hell" - "Να καταριέσαι κάποιον στην κόλαση"
"Στην οργή του, καταράστηκε τους εχθρούς του στην κόλαση."
"Accursed fate" - "Καταραμένη μοίρα"
Η λέξη "accurse" προέρχεται από το πρώιμο αγγλοσαξονικό "ācursian," που σημαίνει "να καταριέσαι". Στηρίζεται στο πρόθεμα "a-" που δείχνει μια αντίθεση και τη ρίζα "curse", η οποία αναφέρεται σε κατάρες ή επικλήσεις κακής τύχης.
Συνώνυμα: - Curse – κατάρα - Denounce – καταγγέλλω
Αντώνυμα: - Bless – ευλογώ - Praise – επαίνεση