Acephalia: ουσιαστικό
/ˌeɪsəˈfeɪliə/
Η λέξη "acephalia" αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση ή εκδήλωση που χαρακτηρίζεται από την απουσία ή ανωμαλία του κεφαλιού. Όσον αφορά τη χρήση της στη γλώσσα αγγλικά, είναι ένας τεχνικός όρος που χρησιμοποιείται κυρίως για ιατρικούς ή βιολογικούς σκοπούς και δεν είναι συχνά ενδεχομένως να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο ή σε γενικά γραπτά κείμενα.
The rare condition known as acephalia presents a unique set of challenges for medical professionals.
Η σπάνια κατάσταση που είναι γνωστή ως ακεφαλία προσφέρει ένα μοναδικό σύνολο προκλήσεων για τους ιατρικούς επαγγελματίες.
In some cases of acephalia, the body may develop without a functional brain.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ακεφαλίας, το σώμα μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς λειτουργικό εγκέφαλο.
Researchers are studying the genetic factors that may lead to acephalia in embryos.
Οι ερευνητές μελετούν τους γενετικούς παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε ακεφαλία στα έμβρυα.
Ως τεχνικός όρος, η "acephalia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συναντηθεί σε ιατρικούς ή βιολογικούς σχετικούς όρους που περιγράφουν ανωμαλίες στον ανθρώπινο ή ζωικό οργανισμό.
Η λέξη "acephalia" προέρχεται από τα ελληνικά "ἀ-" (a-, που σημαίνει "χωρίς") και "κέφαλος" (kephalus, που σημαίνει "κεφάλι"). Έτσι, η λέξη σημαίνει "χωρίς κεφάλι".
Συνώνυμα: - Amencephaly (αμορφία κεφαλής)
Αντώνυμα: - Fully formed (πλήρως ανεπτυγμένος)
Αυτή η λέξη είναι πολύ εξειδικευμένη και περισσότερο χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και ιατρικά κείμενα παρά σε καθημερινή ομιλία ή γραφή.