Acetoxylation είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˌæs.ɪˌtɒk.sɪˈleɪ.ʃən/
Η ακετοξυλίωση αναφέρεται σε μια χημική αντίδραση κατά την οποία μια ακετοξυλομάδα (-OCOCH₃) προστίθεται σε ένα μόριο. Αυτή η διαδικασία είναι σημαντική στο συνθετικό χημείο, καθώς χρησιμοποιείται για την τροποποίηση οργανικών ενώσεων και την ένωση βιολογικά δραστικών ενώσεων. Η ακετοξυλίωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εφαρμογές όπως η φαρμακευτική χημεία και η παραγωγή πολυμερών.
Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον επιστημονικό και τεχνικό λόγο, ιδιαίτερα στη χημεία και τη βιοχημεία, επομένως πιο συχνά στις γραπτές μορφές παρά στον προφορικό λόγο.
"Η διαδικασία της ακετοξυλίωσης είναι κρίσιμη για τη σύνθεση ορισμένων φαρμακευτικών προϊόντων."
"Researchers are studying the effects of acetoxylation on organic compounds."
"Οι ερευνητές μελετούν τις επιδράσεις της ακετοξυλίωσης σε οργανικές ενώσεις."
"Acetoxylation can enhance the solubility of a compound."
Η λέξη "acetoxylation" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων λόγω της εξειδικευμένης φύσης της στον επιστημονικό τομέα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί σε φράσεις που σχετίζονται με τη χημεία. Ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
"Στη χημική σύνθεση, μπορεί κανείς να επιτύχει αποτελεσματική ακετοξυλίωση διαφόρων υποστρωμάτων."
"Understanding the mechanisms of acetoxylation is vital for chemists."
"Η κατανόηση των μηχανισμών της ακετοξυλίωσης είναι ζωτικής σημασίας για τους χημικούς."
"Innovative methods for acetoxylation are being developed in the lab."
Η λέξη προέρχεται από τις λέξεις "acetoxyl," που είναι η ακετοξυλομάδα, και "tion," που σημαίνει τη διαδικασία της παρουσίας ή της δημιουργίας μιας δράσης.
Συνώνυμα: - Acetylation (ακετυλίωση, αν και αυτός ο όρος αναφέρεται στη διαδικασία προσθήκης ακετυλομάδας)
Αντώνυμα: - Deacetoxylation (αποακετοξυλίωση, διαδικασία απομάκρυνσης των ακετοξυλομαδών)