Acetylbenzoate είναι ένα ουσιαστικό.
/əˌsɛt.ɪlˈbɛn. zoʊ.eɪt/
Το acetylbenzoate αναφέρεται σε μία οργανική ένωση που προέρχεται από το βενζοϊκό οξύ με την προσθήκη ομάδας ακετυλίου. Χρησιμοποιείται συχνά σε χημικές διαδικασίες, αρωματοποιίες και σε φαρμακοβιομηχανίες. Στη χρήση της αγγλικής γλώσσας, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, γι' αυτό και συναντάται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικούς διαλόγους.
Ο χημικός συνένωσε ακετυλοβενζοϊκό ως μέρος του πειράματος.
Acetylbenzoate is often used in pharmaceutical applications.
Το ακετυλοβενζοϊκό χρησιμοποιείται συχνά σε φαρμακευτικές εφαρμογές.
The properties of acetylbenzoate make it suitable for various industrial processes.
Η λέξη acetylbenzoate δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά επηρεάζει αρκετές τεχνικές ορολογίες. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε δύο προτάσεις που σχετίζονται με την κατανόηση της χημικής χρήσης της:
Η κατανόηση του ρόλου του ακετυλοβενζοϊκού είναι απαραίτητη για την επιτυχία της ανάπτυξης φαρμάκων.
Researchers are exploring the potential of acetylbenzoate in new formulations.
Η λέξη acetylbenzoate προέρχεται από τον συνδυασμό των όρων "acetyl" (ακετυλίωση, αναφερόμενη στην ομάδα CH3CO) και "benzoate" (πολυαζωτούχο άλας του βενζοϊκού οξέος), υποδεικνύοντας έτσι την χημική του σύνθεση.
Συνώνυμα: - Acetylbenzoic acid (ακετυλοβενζοϊκό οξύ)
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για την ακετυλοβενζοϊκή ένωση, καθώς είναι μια συγκεκριμένη χημική ονομασία χωρίς ευρέως αποδεκτούς αντιπάλους.