Achievable είναι επίθετο.
/fəˈtʃiːvəbl/
Η λέξη "achievable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να επιτευχθεί ή να γίνει πραγματικότητα. Συχνά αναφέρεται σε στόχους ή προσδοκίες που είναι ρεαλιστικά εφικτοί. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται κάτι περισσότερο στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε σαφείς οδηγίες ή στρατηγικές, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "achievable" χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα και είναι κοινή σε επαγγελματικά και εκπαιδευτικά συμφραζόμενα.
«Η καθορισμένη εφικτή στόχοι είναι απαραίτητη για την επιτυχία.»
"With hard work, anything is achievable."
«Με σκληρή δουλειά, οτιδήποτε είναι εφικτό.»
"The project objectives are not only ambitious but also achievable."
Η λέξη "achievable" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες φράσεις για να υποδείξει την εφικτότητα ή την ρεαλιστικότητα.
«Κάντε τα όνειρά σας εφικτά.»
"An achievable goal is better than an unrealistic one."
«Ένας εφικτός στόχος είναι καλύτερος από έναν μη ρεαλιστικό.»
"We need to focus on achievable milestones in our project."
Η λέξη "achievable" προέρχεται από το ρήμα "achieve", που σημαίνει να καταφέρεις κάτι. Η κατάληξη "-able" προσθέτει την έννοια ότι κάτι είναι δυνατό να συμβεί.