Achiral είναι επίθετο.
/eɪˈkaɪrəl/
Η λέξη "achiral" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο ή μόριο που είναι συμμετρικό και δεν έχει καθορισμένη "δεξιά" ή "αριστερή" μορφή. Στη χημεία, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μόρια που δεν παρουσιάζουν οπτική δραστηριότητα, δηλαδή δεν μπορούν να περιστραφούν το φως. Στην καθημερινή γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά πλαίσια, όπως η χημεία και η φυσική.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "achiral" είναι πιο συχνή σε γραπτά ακαδημαϊκής φύσης και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Το μόριο είναι αχέιραλ, πράγμα που σημαίνει ότι δεν περιστρέφει το στραμμένο φωτεινό φως.
In contrast to chiral compounds, achiral substances have symmetrical shapes.
Η λέξη "achiral" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε ορισμένες περιπτώσεις που σχετίζονται με επιστημονικά ή τεχνικά ζητήματα. Ωστόσο, αναφέροντας τις επιστημονικές πτυχές της λέξης, ακολουθούν μερικές προτάσεις που σχετίζονται με την έννοια της "αχέιραλ":
Ένα χεϊραλικό μόριο μπορεί να υπάρχει σε δύο μορφές, ενώ ένα αχέιραλ παραμένει αμετάβλητο.
Achiral mixtures are important in pharmaceuticals because they can provide more predictable drug effects.
Οι αχέιραλες μίξεις είναι σημαντικές στα φάρμακα γιατί μπορούν να παρέχουν πιο προβλέψιμες επιδράσεις φαρμάκων.
The study of achiral compounds helps chemists understand the properties of symmetry in molecules.
Η λέξη "achiral" προέρχεται από το πρόθεμα "a-" που σημαίνει "χωρίς" και τη λέξη "chiral", η οποία προέρχεται από την ελληνική λέξη "χειρ" (cheir), που σημαίνει «χέρι». Έτσι, "achiral" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει "χέρι", δηλαδή δεν έχει «δεξιά» ή «αριστερή» κατεύθυνση.
Συνώνυμα: - Non-chiral - Symmetrical
Αντώνυμα: - Chiral - Asymmetrical