Η λέξη "acholic" περιγράφει μια κατάσταση ή ένα άτομο που δεν έχει καμία ή πολύ περιορισμένη κατανάλωση αλκοόλ. Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή βιβλιογραφικά συμφραζόμενα για να αναφέρεται στη φυσιολογική ή παθολογική κατάσταση των ατόμων που δεν καταναλώνουν αλκοόλ. Σχετίζεται με διαταραχές που επηρεάζουν το ήπαρ ή την πέψη. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
Ο ασθενής ταξινομήθηκε ως αλκοολικός, υποδεικνύοντας έλλειψη χολής στα κόπρανα.
An acholic diet can be beneficial for those recovering from liver disease.
Μια αλκοολική διατροφή μπορεί να είναι ωφέλιμη για όσους αναρρώνουν από ηπατική νόσο.
The doctor noted that the symptoms were consistent with an acholic condition.
Η λέξη "acholic" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, ωστόσο μπορεί να αναφερθεί σε συζητήσεις που σχετίζονται με την υγεία ή τη διατροφή όπως παρακάτω:
Η ζωή χωρίς αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα υγείας.
Doctors recommend an acholic approach for patients with certain liver conditions.
Οι γιατροί προτείνουν έναν αλκοολικό τρόπο ζωής για ασθενείς με ορισμένες ηπατικές παθήσεις.
Many find it hard to adopt an acholic habit after years of drinking.
Η λέξη προέρχεται από το πρόθεμα "a-" που σημαίνει «χωρίς» και "chole," που προέρχεται από την ελληνική λέξη "χολή," η οποία αναφέρεται στη χολή, ένα υγρό που παράγεται από το ήπαρ και παίζει ρόλο στην πέψη. Έτσι, η ετυμολογία της λέξης αντιπροσωπεύει την έλλειψη χολής.