Το "acid bottom" είναι μια φράση που συνδυάζει δύο λέξεις: - "acid" (ουσία) – ουσιαστικό - "bottom" (πάτος) – ουσιαστικό
/ˈæsɪd ˈbɒtəm/
Η φράση "acid bottom" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ευρήματα σε χημικές αναλύσεις, όπου ένα υποκείμενο έχει χαρακτηριστικά όξινου ή όξινου περιβάλλοντος στον πάτο, πιθανώς σε εργαστηριακή ή βιομηχανική ρύθμιση.
Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα, ερμηνεύοντας τα επίπεδα οξύτητας στο υπόστρωμα (πάτο) διαφόρων ουσιών, όρων ή συνθηκών. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτές αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
The acid bottom of the sample showed significant corrosion.
(Ο όξινος πάτος του δείγματος εμφάνιζε σημαντική διάβρωση.)
In chemistry, the term "acid bottom" often refers to the lowest pH level in a solution.
(Στη χημεία, ο όρος "όξινη βάση" αναφέρεται συχνά στο χαμηλότερο επίπεδο pH σε ένα διάλυμα.)
Η φράση "acid bottom" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, παρόμοιοι συνδυασμοί μπορεί να προκύψουν σε ερευνητικά ή τεχνικά κείμενα. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα που σχετίζονται με το "acid" και "bottom":
He hit rock bottom with his acidic behavior.
(Έφτασε στο κατώτατο σημείο με τη δραστική συμπεριφορά του.)
Don’t let your feelings sit at the bottom of an acid well.
(Μην αφήνεις τα συναισθήματά σου να καθίσουν στο πάτο ενός όξινου πηγαδιού.)
Συνώνυμα: - Acid: sour, tart - Bottom: base, lowest part
Αντώνυμα: - Acid: alkaline, basic - Bottom: top, peak
Αυτές οι λέξεις υπόκεινται σε πολλές πτυχές της χημείας και της καθημερινής γλώσσας.