Η φράση "acoustic admittance" αποτελείται από δύο λέξεις. Ο όρος "acoustic" είναι επίθετο και ο όρος "admittance" είναι ουσιαστικό.
/aˈkuːstɪk ædˈmɪtənʧ/
Ο όρος "acoustic admittance" αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού ή ενός συστήματος να επιτρέπει τη διάδοση ηχητικών κυμάτων. Στη φυσική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αναλογία του ήχου που διέρχεται μέσω μιας επιφάνειας σε σχέση με την πίεση του ήχου και παίζει σημαντικό ρόλο στη μελέτη ακουστικών συστημάτων όπως τα ηχεία.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά περιβάλλοντα, κυρίως στη φυσική και την ηχητική. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλότερη σε γραπτά κείμενα όπως ερευνητικά άρθρα ή εγχειρίδια, αντί στον προφορικό λόγο.
The acoustic admittance of the wall determines how much sound enters the room.
Η ακουστική παραδοχή του τοίχου καθορίζει πόσος ήχος εισέρχεται στο δωμάτιο.
Measuring the acoustic admittance can help in designing better soundproofing materials.
Η μέτρηση της ακουστικής παραδοχής μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό καλύτερων υλικών ηχομόνωσης.
Engineers often analyze acoustic admittance to improve audio quality in concert halls.
Οι μηχανικοί συχνά αναλύουν την ακουστική παραδοχή για να βελτιώσουν την ποιότητα ήχου σε αίθουσες συναυλιών.
Η φράση "acoustic admittance" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορώ να σας παρέχω κάποιες σχετικές εκφράσεις που εμπλέκονται σε θέματα ήχου και ακουστικής.
To have a keen ear for acoustic admittance.
Έχω οξυμένη ακοή για την ακουστική παραδοχή.
The acoustic admittance plays a vital role in sound design.
Η ακουστική παραδοχή παίζει ζωτικό ρόλο στο σχεδιασμό ήχου.
Understanding acoustic admittance is essential for sound engineers.
Η κατανόηση της ακουστικής παραδοχής είναι ουσιαστική για τους ηχομηχανικούς.