acquired astigmatism: Ορισμός: Είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο. Το "acquired" είναι επίθετο και "astigmatism" είναι υποκείμενο.
Phonetic transcription: /əˈkwaɪərd æˈstɪɡməˌtɪzəm/
Μετάφραση: αποκτητό αστιγματισμό
Ο αποκτητός αστιγματισμός αναφέρεται σε μια μορφή αστιγματισμού που δεν είναι εκ γενετής αλλά προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως τραυματισμούς, χειρουργικές επεμβάσεις στα μάτια ή άλλες παθήσεις. Όσον αφορά τη χρήση στη γλώσσα Αγγλικά, η φράση χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικά ή οφθαλμολογικά πλαίσια. Δεν είναι και τόσο συχνή, και πιο πιθανό χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο, όπως ιατρικές εκθέσεις ή επιστημονικές δημοσιεύσεις.
The patient was diagnosed with acquired astigmatism after the eye surgery.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με αποκτητό αστιγματισμό μετά την χειρουργική επέμβαση στα μάτια.
Acquired astigmatism can develop due to an eye injury.
Ο αποκτητός αστιγματισμός μπορεί να αναπτυχθεί λόγω τραυματισμού του ματιού.
They explained that acquired astigmatism might require corrective lenses.
Εξήγησαν ότι ο αποκτητός αστιγματισμός μπορεί να απαιτεί διορθωτικά γυαλιά.
Ο όρος "acquired astigmatism" ειδικά δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να προκύψουν ορισμένες εκφράσεις σε σχετικά ιατρικά πλαίσια:
"Acquired astigmatism is no joke," noted the eye specialist.
"Ο αποκτητός αστιγματισμός δεν είναι αστείο," παρατήρησε ο οφθαλμίατρος.
"Managing acquired astigmatism requires regular check-ups," he advised.
"Η διαχείριση του αποκτητού αστιγματισμού απαιτεί τακτικούς ελέγχους," συμβούλευσε.
Συνώνυμα: - Acquired refractive error (αποκτητό ανακλαστικό σφάλμα)
Αντώνυμα: - Congenital astigmatism (γενετικός αστιγματισμός)