Η φράση "acquired sterility" είναι ένα υποκείμενο σύνθετο όνομα.
/əˈkwaɪərd stəˈrɪləti/
Η φράση "acquired sterility" αναφέρεται σε μια κατάσταση στείρωσης που αποκτάται συνήθως λόγω ιατρικών παρεμβάσεων ή παθολογικών καταστάσεων, αντί να είναι κληρονομική. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και βιολογικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της εν λόγω φράσης είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικά περιοδικά και έρευνες, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο μεταξύ επαγγελματιών υγειονομικής περίθαλψης.
"Ο ασθενής βίωσε αποκτηθείσα στείρωση μετά από ακτινοθεραπεία."
"Acquired sterility can be a consequence of various surgical procedures."
"Η αποκτηθείσα στείρωση μπορεί να είναι συνέπεια διαφόρων χειρουργικών διαδικασιών."
"Doctors need to inform their patients about the risks of acquired sterility."
Η φράση "acquired sterility" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές προτάσεις που συμπεριλαμβάνουν σχετικούς όρους ή έννοιες:
"Η ζωή με τις συνέπειες της αποκτηθείσας στείρωσης μπορεί να είναι δύσκολη."
"Many individuals fear the possibility of acquired sterility due to surgery."
"Πολλά άτομα φοβούνται την πιθανότητα αποκτηθείσας στείρωσης λόγω χειρουργικής επέμβασης."
"The psychological effects of acquired sterility are often overlooked."
Η λέξη "acquired" προέρχεται από το λατινικό "acquirere", που σημαίνει "να αποκτώ", ενώ η λέξη "sterility" προέρχεται από το λατινικό "sterilis", που σημαίνει "άγονος". Συνδυάζοντας τις δύο, σχηματίζεται η έννοια της στείρωσης που αποκτήθηκε μέσω παραγόντων εξωτερικών.
Infertility (γονιμότητα)
Αντώνυμα:
Αυτή η ανάλυση της φράσης "acquired sterility" προορίζεται να βοηθήσει στην κατανόηση της κατάστασης και της χρησιμότητάς της στον ιατρικό τομέα.