Το "acrawl" είναι ρήμα.
/əˈkrɔːl/
Η λέξη "acrawl" αναφέρεται στη διαδικασία της κίνησης ή της μετακίνησης με αργό και σταδιακό τρόπο, συνήθως σέρνοντας το σώμα ή τα μέρη του σώματος κοντά στο έδαφος. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την κίνηση μικρών παιδιών ή ζώων, καθώς και σε μεταφορικές έννοιες, όπως στην αναφορά σε κάτι που κινείται αργά ή με δυσκολία.
Η λέξη "acrawl" δεν είναι πολύ συχνή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο. Σε προφορικό λόγο, οι άνθρωποι προτιμούν πιο κοινές εκφράσεις.
Το μωρό άρχισε να κινείται σέρνοντας στον πάτωμα.
The injured animal was seen acrawl in the bushes.
Το τραυματισμένο ζώο εθεάθη να σέρνεται στα θάμνους.
He felt like life was passing him by, and he was just going acrawl.
Η λέξη "acrawl" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες μεταφορές:
Έπρεπε να επιστρέψω σέρνοντας στη παλιά μου δουλειά μετά την απώλεια της νέας.
"After the accident, he moved acrawl for several weeks."
Μετά το ατύχημα, σέρνονταν για αρκετές εβδομάδες.
"The project was going acrawl, and we were falling behind schedule."
Η λέξη πιθανώς προέρχεται από τη σύνθεση της προθήκης "a-" (που σημαίνει "σε κατάσταση") και του ρήματος "crawl," που σημαίνει "σέρνω".
Συνώνυμα: - Crawl - Drag - Slither
Αντώνυμα: - Run - Leap - Sprint