Acre είναι ουσιαστικό.
/ˈeɪ.kər/
Η λέξη "acre" αναφέρεται σε μια μονάδα μέτρησης επιφάνειας, ισοδύναμη με 43,560 τετραγωνικά πόδια ή περίπου 4,047 τετραγωνικά μέτρα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιείται για την περιγραφή μεγάλων εκτάσεων γης, όπως αγρούς ή οικοδομές. Στο αγγλικό, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως στα ακίνητα ή στη γεωργία.
Η φάρμα καλύπτει μια έκταση 200 στρεμμάτων.
He bought an acre of land to build his house.
Αγόρασε ένα στρέμμα γης για να χτίσει το σπίτι του.
My grandfather had a few acres dedicated to wheat farming.
Η λέξη "acre" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που την περιλαμβάνουν:
"Φύγε από τη γη μου" - Αυτό συχνά περιλαμβάνει "στρέμματα" σε διαφωνίες σχετικά με την ιδιοκτησία.
"An acre of diamonds" - Refers to an abundance of opportunities or wealth hidden in plain sight.
Η λέξη "acre" προέρχεται από την αγγλοσαξωνική λέξη "æcer", που σημαίνει "γη ή αγρός". Η ρίζα της λέξης μπορεί να έχει ρίζες σε αρχαίους γερμανικούς ή ρωμαϊκούς όρους που αναφέρονται σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Συνώνυμα: - field (αγρός) - plot (οικόπεδο)
Αντώνυμα: - non-arable land (μη καλλιεργήσιμη γη) - urban area (αστική περιοχή)