Substantive (ουσιαστικό)
/ˌækrəʊkɪˈniːzɪə/
Η λέξη "acrokinesia" προέρχεται από τη συνένωση των ελληνικών λέξεων "acro-" που σημαίνει "άκρο" ή "άνω" και "kinesia" που σημαίνει "κίνηση". Αναφέρεται σε μια κατάσταση στην οποία υπάρχει περιορισμός ή αδυναμία κίνησης στα άκρα του σώματος. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική και τη νευρολογική θεωρία για να περιγράψει ασθένειες που σχετίζονται με την κινητικότητα των άκρων.
Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά έγγραφα και μελέτες.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με ακροκινησία, η οποία επηρεάζει την ικανότητά της να κινεί τα χέρια της.
Researchers are looking into the underlying causes of acrokinesia.
Οι ερευνητές εξετάζουν τις υποκείμενες αιτίες της ακροκινησίας.
Treatments for acrokinesia include physical therapy and medication.
Η λέξη "acrokinesia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς πρόκειται για εξειδικευμένο όρο που σχετίζεται με ιατρική κατάσταση. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλους όρους σχετικούς με την ιατρική ή τη νευρολογία, ώστε να σχηματίσει εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή θεραπείες.
Η διάγνωση της ακροκινησίας μπορεί να οδηγήσει σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο θεραπείας.
Patients with acrokinesia often require specialized care.
Η λέξη "acrokinesia" συνδυάζει τις ελληνικές ρίζες "acro-", που σημαίνει "άκρο" και "kinesia", που προέρχεται από το "kinein", που σημαίνει "κινώ". Αυτή η ένωση αναφέρεται στην κίνηση των άκρων.
Συνώνυμα: - Κινητική δυσλειτουργία στα άκρα
Αντώνυμα:
- Ευκινησία (υγιής κίνηση των άκρων)
- Κινητικότητα (ικανότητα κίνησης)