Το "acting sub-lieutenant" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈæktɪŋ sʌbˈljuːtənənt/
Ο όρος "acting sub-lieutenant" αναφέρεται σε ένα άτομο που υπηρετεί ως υπολοχαγός σε προσωρινή ή αναπληρωματική βάση, συχνά ως αποτέλεσμα της προσωρινής ανάθεσης καθηκόντων σε αυτή τη θέση. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά και ναυτικά περιβάλλοντα, και υποδηλώνει ότι το άτομο μπορεί να έχει όλα ή μερικά από τα καθήκοντα ενός κανονικού υπολοχαγού, χωρίς να έχει την επίσημη προαγωγή ή το διορισμό.
Ο όρος δεν είναι πολύ συνηθισμένος, αλλά είναι περισσότερος σε στρατιωτικά ή ναυτικά συμφραζόμενα και χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό και προφορικό λόγο κατά την περιγραφή στρατιωτικών ιεραρχιών.
The acting sub-lieutenant was responsible for leading the training exercises.
Ο ενέργεια υπολοχαγός ήταν υπεύθυνος για την καθοδήγηση των εκπαιδευτικών ασκήσεων.
During the mission, the acting sub-lieutenant handled the communications effectively.
Κατά τη διάρκεια της αποστολής, ο ενέργεια υπολοχαγός χειρίστηκε τις επικοινωνίες αποτελεσματικά.
As an acting sub-lieutenant, she took on many leadership responsibilities.
Ως ενέργεια υπολοχαγός, ανέλαβε πολλές ηγετικές ευθύνες.
Ο όρος "acting sub-lieutenant" σπανίως χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθούν συνάφειες με άλλες στρατιωτικές θέσεις ή ρόλους.
"He was promoted to acting sub-lieutenant after demonstrating exceptional skills."
Προήχθη σε ενέργεια υπολοχαγό μετά την επίδειξη εξαιρετικών δεξιοτήτων.
"The acting sub-lieutenant stepped up when the situation became critical."
Ο ενέργεια υπολοχαγός ανέλαβε δράση όταν η κατάσταση became κρίσιμη.
"In times of need, the acting sub-lieutenant must show leadership."
Σε καιρούς ανάγκης, ο ενέργεια υπολοχαγός πρέπει να δείξει ηγεσία.
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική γλώσσα με τις λέξεις "acting" (ενεργώντας) και "sub-lieutenant" (υπολοχαγός). Η λέξη "lieutenant" έχει γαλλικές ρίζες, από το "lieutenant," που σημαίνει "αυτός που είναι παρών στην υπηρεσία".
Συνώνυμα: - Temporary lieutenant (προσωρινός υπολοχαγός) - Acting officer (ενεργός αξιωματικός)
Αντώνυμα: - Permanent lieutenant (μόνιμος υπολοχαγός) - Full lieutenant (πλήρης υπολοχαγός)