active immunity: ουσιαστικό
/ˈæk.tɪv ɪˈmjun.ɪ.ti/
Η ενεργή ανοσία αναφέρεται στην προστασία που αποκτά το σώμα μέσω της παραγωγής αντισωμάτων σε αντίθεση με την παθητική ανοσία, όπου τα έτοιμα αντισώματα παρέχονται από άλλη πηγή. Η ενεργή ανοσία μπορεί να προκληθεί είτε από φυσική μόλυνση με έναν παθογόνο είτε μέσω εμβολιασμού. Ιδανικά, η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, κυρίως στον τομέα της Ιατρικής και της Βιολογίας.
Active immunity helps protect the body against future infections.
Η ενεργή ανοσία βοηθά στην προστασία του σώματος από μελλοντικές μολύνσεις.
Vaccination is a way to stimulate active immunity.
Ο εμβολιασμός είναι ένας τρόπος για να διεγείρει την ενεργή ανοσία.
People often confuse active immunity with passive immunity.
Οι άνθρωποι συχνά μπερδεύουν την ενεργή ανοσία με την παθητική ανοσία.
Η φράση "active immunity" χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα, αν και δεν είναι κοινή σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις εστιάζουν στη χρήση του όρου σε επιστημονικά πλαίσια:
The role of active immunity is crucial in combating infectious diseases.
Ο ρόλος της ενεργής ανοσίας είναι κρίσιμος στην καταπολέμηση μολυσματικών ασθενειών.
Developing active immunity through natural infection is sometimes debated among health professionals.
Η ανάπτυξη ενεργής ανοσίας μέσω φυσικής μόλυνσης συχνά συζητείται μεταξύ των επαγγελματιών υγείας.
Active immunity can last for many years, providing long-term protection.
Η ενεργή ανοσία μπορεί να διαρκέσει για πολλά χρόνια, παρέχοντας μακροχρόνια προστασία.
Η φράση "active immunity" συνδυάζει την αγγλική λέξη "active" (ενεργός) και "immunity" (ανοσία), που προέρχεται από το Λατινικό "immunitas", που σημαίνει "απαλλαγή από υποχρέωση".
Συνώνυμα: - ενεργητική ανοσία - αντοχή (όταν αναφέρεται σε ανοσιακές αντιδράσεις)
Αντώνυμα: - παθητική ανοσία - ευαισθησία (σε λοιμώξεις ή ασθένειες)