Ουσιαστικό (Noun)
/əˈkjut ˈfræk.tʃər/
Οξυά κατάγματα αναφέρονται σε ένα είδος κατάγματος που συμβαίνει ξαφνικά και συχνά λόγω ενός άμεσου τραυματισμού. Αυτά τα κατάγματα είναι συνήθως σοβαρά και απαιτούν άμεση ιατρική παρέμβαση. Στην αγγλική γλώσσα, η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή αθλητικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ειδικά σε ιατρικά κείμενα ή αναφορές.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με ένα οξύ κατάγμα στο πόδι του μετά την πτώση.
An acute fracture can sometimes be mistaken for a sprain.
Η φράση "acute fracture" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά το "acute" μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις που εκφράζουν ένταση ή σοβαρότητα.
Μια οξεία συνείδηση της κατάστασης ήταν απαραίτητη.
We need to address this acute issue immediately.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το οξύ ζήτημα άμεσα.
The acute pain she felt was unbearable.
Η λέξη "acute" προέρχεται από το λατινικό "acutus," που σημαίνει "ξυράφι" ή "οξύ." Η λέξη "fracture" προέρχεται από το λατινικό "fractura," που σημαίνει "σπασμός" ή "σπασμένο."
Συνώνυμα:
- Sudden fracture (ξαφνικό κάταγμα)
- Sharp fracture (οξύ κάταγμα)
Αντώνυμα:
- Chronic fracture (χρόνιο κάταγμα)
- Minor fracture (μικρό κάταγμα)