adamantine membrane - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adamantine membrane (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "adamantine membrane" είναι συνδυασμός δύο λέξεων (επίθετο + ουσιαστικό), όπου το "adamantine" λειτουργεί ως επίθετο που περιγράφει την "membrane" (μεμβράνη).

Φωνητική μεταγραφή

/ˌæd.əˈmæn.tiːn ˈmɛm.breɪn/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η "adamantine membrane" αναφέρεται σε μια τύπου μεμβράνη που περιγράφει την πολύ σκληρή ή ανθεκτική φύση της, συνήθως χρησιμοποιούμενη σε ιατρικά, βιολογικά ή χημικά συμφραζόμενα. Η χρήση της αδαμάντινης μεμβράνης ενδέχεται να είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο και πιο κοινή στα επιστημονικά και γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The researcher explained the significance of the adamantine membrane in cellular protection.
  2. Ο ερευνητής εξήγησε τη σημασία της αδαμάντινης μεμβράνης στην προστασία των κυττάρων.

  3. Certain species have an adamantine membrane that enhances their durability.

  4. Ορισμένα είδη διαθέτουν μια αδαμάντινη μεμβράνη που ενισχύει την αντοχή τους.

  5. The study focused on the properties of the adamantine membrane found in certain fish.

  6. Η μελέτη επικεντρώθηκε στις ιδιότητες της αδαμάντινης μεμβράνης που βρέθηκε σε ορισμένα ψάρια.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "adamantine membrane" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, η έννοια του "adamantine" μπορεί να συνδέεται με σκληρότητα ή ανθεκτικότητα σε άλλες εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που μπορούν να συνδεθούν:

  1. Cast in adamantine — Meaning something that is very firm or unyielding.
  2. The ruling was cast in adamantine, leaving no room for appeals.
  3. Η απόφαση ήταν αδαμάντινη, αφήνοντας κανένα περιθώριο για εφέσεις.

  4. Adamantine resolve — Refers to a determination that is unbreakable.

  5. She faced the challenges with an adamantine resolve that inspired her team.
  6. Αντιμετώπισε τις προκλήσεις με μια αδαμάντινη αποφασιστικότητα που ενέπνευσε την ομάδα της.

  7. In an adamantine grip — Used to describe a very strong or firm hold.

  8. The climber had the rope in an adamantine grip as he scaled the cliff.
  9. Ο κ climber είχε τη σχοινί σε μια αδαμάντινη λαβή καθώς ανέβαινε τον γκρεμό.

Ετυμολογία

Ο όρος "adamantine" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adamantinus", που σημαίνει "αδαμάντινος", και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική "ἀδάμας" (adamas), που σημαίνει "αμετάβλητος" ή "ανίκητος". Η λέξη "membrane" προέρχεται από τη λατινική "membrana", που αναφέρεται σε μια δερματώδη ή λεία επιφάνεια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Aegis membrane (στα ερευνητικά πλαίσια) - Impervious layer (αδιαπέραστη στρώση)

Αντώνυμα: - Fragile layer (εύθραυστη στρώση) - Permeable membrane (διαπερατή μεμβράνη)



25-07-2024