Ο όρος "adamantine membrane" είναι συνδυασμός δύο λέξεων (επίθετο + ουσιαστικό), όπου το "adamantine" λειτουργεί ως επίθετο που περιγράφει την "membrane" (μεμβράνη).
/ˌæd.əˈmæn.tiːn ˈmɛm.breɪn/
Η "adamantine membrane" αναφέρεται σε μια τύπου μεμβράνη που περιγράφει την πολύ σκληρή ή ανθεκτική φύση της, συνήθως χρησιμοποιούμενη σε ιατρικά, βιολογικά ή χημικά συμφραζόμενα. Η χρήση της αδαμάντινης μεμβράνης ενδέχεται να είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο και πιο κοινή στα επιστημονικά και γραπτά κείμενα.
Ο ερευνητής εξήγησε τη σημασία της αδαμάντινης μεμβράνης στην προστασία των κυττάρων.
Certain species have an adamantine membrane that enhances their durability.
Ορισμένα είδη διαθέτουν μια αδαμάντινη μεμβράνη που ενισχύει την αντοχή τους.
The study focused on the properties of the adamantine membrane found in certain fish.
Η φράση "adamantine membrane" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, η έννοια του "adamantine" μπορεί να συνδέεται με σκληρότητα ή ανθεκτικότητα σε άλλες εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που μπορούν να συνδεθούν:
Η απόφαση ήταν αδαμάντινη, αφήνοντας κανένα περιθώριο για εφέσεις.
Adamantine resolve — Refers to a determination that is unbreakable.
Αντιμετώπισε τις προκλήσεις με μια αδαμάντινη αποφασιστικότητα που ενέπνευσε την ομάδα της.
In an adamantine grip — Used to describe a very strong or firm hold.
Ο όρος "adamantine" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adamantinus", που σημαίνει "αδαμάντινος", και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική "ἀδάμας" (adamas), που σημαίνει "αμετάβλητος" ή "ανίκητος". Η λέξη "membrane" προέρχεται από τη λατινική "membrana", που αναφέρεται σε μια δερματώδη ή λεία επιφάνεια.
Συνώνυμα: - Aegis membrane (στα ερευνητικά πλαίσια) - Impervious layer (αδιαπέραστη στρώση)
Αντώνυμα: - Fragile layer (εύθραυστη στρώση) - Permeable membrane (διαπερατή μεμβράνη)