Ορισμός: Το "additive variance" είναι σύνθετος όρος που αποτελείται από δύο λέξεις: "additive" (προσθετικός) και "variance" (διακύμανση).
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: /ˈædɪtɪv ˈværiəns/
Ο όρος "additive variance" χρησιμοποιείται κυρίως σε στατιστικά και μαθηματικά για να περιγράψει τη διακύμανση που μπορεί να προστεθεί σε ένα μοντέλο, π.χ. από διάφορες πηγές ή παράγοντες. Η έννοια είναι κρίσιμη στη γενετική, την οικολογία και τις οικονομικές επιστήμες. Η χρήση του μπορεί να συμβαδίζει περισσότερο με τον γραπτό λόγο, καθώς συναντάται σε ακαδημαϊκά κείμενα περιοδικών ή ερευνών.
The additive variance in the genetic model can help researchers understand trait variations.
By calculating the additive variance, we can assess the impact of different environmental factors.
Ο όρος "additive variance" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορες χρήσεις σχετικές με τη στατιστική και την ανάλυση δεδομένων.
"The study highlights the additive variance contributing to phenotypic differences among species."
"Understanding the additive variance allows for better predictions in agricultural yields."
"Researchers often explore additive variance to improve the accuracy of their models."
total variance (συνολική διακύμανση)
Αντώνυμα:
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση του όρου "additive variance".