Ανανέωθηκε (adelantado): Ρήμα.
/ˌædɛlənˈtɑːdoʊ/
Η λέξη "adelantado" προέρχεται από τα ισπανικά και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι γνωστός για την πρόοδό του ή για την ικανότητά του να προχωρά γρήγορα σε έναν τομέα. Στα αγγλικά, η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί κυρίως σε ειδικές αναφορές σχετικά με ιστορικά περιβάλλοντα ή πολιτισμικά θέματα. Η συχνότητά της είναι σχετικά χαμηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Η προοδευτική προσέγγιση στην τεχνολογία έχει οδηγήσει σε πολλές καινοτομίες.
He was considered an adelantado in his field, always ahead of his time.
Η λέξη "adelantado" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να έχει σχέση με παραστάσεις που τονίζουν την καινοτομία ή τη επιτυχία.
Να είσαι προοδευτικός στη βιομηχανία μπορεί να εξασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
An adelantado leader inspires others to embrace change.
Ένας προοδευτικός ηγέτης εμπνέει τους άλλους να αποδεχθούν την αλλαγή.
The adelantado ideas he introduced revolutionized the market.
Η λέξη "adelantado" προέρχεται από την ισπανική λέξη "adelantar", που σημαίνει "προχωρώ μπροστά". Συνδυάζει το πρόθημα "adel-" (που σημαίνει "προς τα εμπρός") με το ρήμα "antar" (που σχετίζεται με την έννοια του να πάω ή να μετακινηθώ).
Συνώνυμα: - Advanced - Progressive - Innovative
Αντώνυμα: - Backward - Delayed - Stagnant