Αδενωματώδης είναι επίθετο.
/ˌeɪ.dəˈnɒ.mə.təs/
Η λέξη "adenomatous" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με αδενώματα, τα οποία είναι καλοήθεις όγκοι που προέρχονται από αδένες ή από ιστό που είναι παρόμοιος με τους αδένες. Στην ιατρική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη φύση ή τις χαρακτηριστικές αλλαγές που ενδέχεται να συμβούν στους αδένες. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό και επιστημονικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικές δημοσιεύσεις και ερευνητικά έργα.
The patient was diagnosed with an adenomatous polyp in the colon.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με ένα αδενωματώδη πολύποδα στο παχύ έντερο.
Adenomatous growths can lead to serious complications if not monitored.
Αδενωματώδεις αναπτύξεις μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρές επιπλοκές αν δεν παρακολουθούνται.
The histological examination revealed adenomatous changes in the tissue sample.
Η ιστολογική εξέταση αποκάλυψε αδενωματώδεις αλλαγές στο δείγμα ιστού.
Η λέξη "adenomatous" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως ανήκει στον ιατρικό λεξιλόγιο όπου μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις που σχετίζονται με την υγεία. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
The presence of adenomatous lesions was alarming in the patient's biopsy.
Η παρουσία αδενωματώδεις βλαβών ήταν ανησυχητική στη βιοψία του ασθενούς.
It is essential to evaluate adenomatous changes to prevent cancer development.
Είναι απαραίτητο να αξιολογηθούν οι αδενωματώδεις αλλαγές για να προληφθεί η ανάπτυξη καρκίνου.
Regular screening can detect adenomatous polyps early.
Η τακτική εξέταση μπορεί να ανιχνεύσει νωρίς τους αδενωματώδεις πολύποδες.
Η λέξη "adenomatous" προέρχεται από το ελληνικό "αδένας" (adenos), που σημαίνει "αδένας" και το επίθημα "-ous", που υποδηλώνει "επί" ή "σχετικός με".
Συνώνυμα: - αδενώδης - αδενικής φύσης
Αντώνυμα: - μη αδενωματώδης - κακοήθης (στην περίπτωση σύγκρισης με καρκινώματα)