"adephagia" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌædɪˈfeɪdʒɪə/
Η αδεφαγία είναι μια ιατρική κατάσταση που αναφέρεται σε μια αδυναμία ή αποτυχία του οργανισμού να καταναλώσει ή να αφομοιώσει τρόφιμα. Συχνά σχετίζεται με διαταραχές του πεπτικού συστήματος και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία λόγω υποσιτισμού.
Ο όρος δεν χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, αλλά έχει ανεύρει πιο συχνή χρήση στο ιατρικό και επιστημονικό περιβάλλον.
"Ο ασθενής διαγνώστηκε με αδεφαγία, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη τη διατήρηση μιας σωστής δίαιτας."
"Doctors are researching the causes of adephagia in patients with severe gastrointestinal disorders."
Ο όρος "adephagia" δεν ενσωματώνεται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντικός για τον ιατρικό τομέα. Μερικές σχετικές φράσεις που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν:
"Η διάγνωσή του με αδεφαγία προκάλεσε άμεσες αλλαγές στη διατροφή."
"Living with adephagia can be challenging for many patients, as they often feel frustrated with their eating difficulties."
"Η ζωή με αδεφαγία μπορεί να είναι προκλητική για πολλούς ασθενείς, καθώς συχνά νιώθουν απογοητευμένοι με τις δυσκολίες στην κατανάλωση τροφών."
"Adephagia is not just a physical condition; it can also impact mental health."
Η λέξη "adephagia" προέρχεται από το ελληνικό "ἀδηφαγία" (adephagia), όπου "α-" σημαίνει "χωρίς" και "δεφάγιο" αναφέρεται στην κατανάλωση φαγητού.
Συνώνυμα: - Σαφήνεια - Διατροφή
Αντώνυμα: - Εθισμό - Όρεξη
Αυτή η πληροφόρηση σχετικά με την αδεφαγία καλύπτει τα βασικά στοιχεία και την εφαρμογή της στην αγγλική γλώσσα.