Adherence είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ədˈhɪərəns/
Η λέξη "adherence" αναφέρεται στην πράξη της προσκόλλησης ή της τήρησης κανόνων, αρχών ή πολιτικών. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά, νομικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα για να περιγράψει την πιστή τήρηση ιατρικών συστάσεων ή κανονισμών. Στην Αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή ιατρικά κείμενα.
Η συμβουλή του γιατρού τονίζει τη σημασία της προσκόλλησης στη φαρμακευτική αγωγή για την ανάρρωση.
Adherence to safety protocols is crucial in preventing accidents at the workplace.
Η τήρηση των πρωτοκόλλων ασφαλείας είναι κρίσιμη για την αποφυγή ατυχημάτων στον χώρο εργασίας.
Many studies show that patient adherence to treatment plans can significantly improve health outcomes.
Η λέξη "adherence" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την τήρηση κανόνων ή συμβουλών:
Η αυστηρή προσκόλληση στους κανόνες αναμένεται από όλους τους συμμετέχοντες.
Those who fail to demonstrate adherence will be subject to penalties.
Αυτοί που δεν δείχνουν προσκόλληση θα υπόκεινται σε ποινές.
We need to ensure that there is adherence to ethical standards in our research.
Χρειαζόμαστε να διασφαλίσουμε ότι υπάρχει προσκόλληση στα ηθικά πρότυπα στην έρευνά μας.
Adherence to deadlines is crucial for the success of this project.
Η τήρηση των προθεσμιών είναι κρίσιμη για την επιτυχία αυτού του έργου.
The organization offers training to improve adherence to best practices.
Ο οργανισμός προσφέρει εκπαίδευση για να βελτιώσει την τήρηση των βέλτιστων πρακτικών.
Adherence to dietary guidelines can lead to better health outcomes.
Η λέξη "adherence" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "adhaerere," που σημαίνει "να κολλάς ή να προσκολλάσαι." Ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε ιατρικά και νομικά συμφραζόμενα για να αναφέρεται στην προσκόλληση στους κανόνες και τις προϋποθέσεις.
Συνώνυμα: - Compliance (συμμόρφωση) - Obedience (υπακοή) - Conformity (συμβατότητα)
Αντώνυμα: - Disobedience (ανυπακοή) - Noncompliance (μη συμμόρφωση) - Rebellion (επανάσταση)