Adhering είναι ρήμα.
/ədˈhɪərɪŋ/
Η λέξη adhering αναφέρεται στην πράξη του να τηρείς ή να είσαι πιστός σε κάποια αρχή, κανόνα ή νόμο, καθώς και στην φυσική προσκόλληση κάποιου σε μια επιφάνεια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που περιλαμβάνουν κανόνες ή κανονισμούς, καθώς και στη φυσική επιστήμη.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και εμφανίζεται συχνότερα σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε επίσημες ή ακαδημαϊκές περιστάσεις.
Η προσκόλληση στις κατευθυντήριες γραμμές είναι απαραίτητη για την επιτυχία του έργου.
She is adhering strictly to her diet.
Η λέξη adhering μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως αναφερόμενη σε κανόνες ή υποχρεώσεις:
Είναι σημαντικό σε πολλές περιπτώσεις να διασφαλίζεις ότι τηρείς το γράμμα του νόμου.
Adhering to company policy
Όλοι οι υπάλληλοι αναμένονται να τηρούν την πολιτική της εταιρείας σε όλες τους τις συναλλαγές.
Adhering to best practices
Η ομάδα πρέπει να εστιάσει στην προσκόλληση στις καλύτερες πρακτικές για να βελτιώσει την αποδοτικότητα.
Adhering to social norms
Η λέξη adhering προέρχεται από τη λατινική λέξη adhaerere, που σημαίνει "να κολλάς σε" ή "να κρατάς πιστό στην".
Συνώνυμα: - Complying (συμμορφούμενος) - Sticking (κολλώντας)
Αντώνυμα: - Disobeying (παραβιάζοντας) - Defying (αψηφώντας)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης adhering και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.