adhering - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adhering (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Adhering είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ədˈhɪərɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη adhering αναφέρεται στην πράξη του να τηρείς ή να είσαι πιστός σε κάποια αρχή, κανόνα ή νόμο, καθώς και στην φυσική προσκόλληση κάποιου σε μια επιφάνεια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε πλαίσια που περιλαμβάνουν κανόνες ή κανονισμούς, καθώς και στη φυσική επιστήμη.

Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και εμφανίζεται συχνότερα σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε επίσημες ή ακαδημαϊκές περιστάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Adhering to the guidelines is essential for the project’s success.
  2. Η προσκόλληση στις κατευθυντήριες γραμμές είναι απαραίτητη για την επιτυχία του έργου.

  3. She is adhering strictly to her diet.

  4. Αυτή τηρεί αυστηρά τη διατροφή της.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη adhering μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως αναφερόμενη σε κανόνες ή υποχρεώσεις:

  1. Adhering to the letter of the law
  2. Υποκείμενος στο γράμμα του νόμου.
  3. It is important in many cases to ensure you are adhering to the letter of the law.
  4. Είναι σημαντικό σε πολλές περιπτώσεις να διασφαλίζεις ότι τηρείς το γράμμα του νόμου.

  5. Adhering to company policy

  6. Προσήλωση στην πολιτική της εταιρείας.
  7. All employees are expected to be adhering to company policy in all their dealings.
  8. Όλοι οι υπάλληλοι αναμένονται να τηρούν την πολιτική της εταιρείας σε όλες τους τις συναλλαγές.

  9. Adhering to best practices

  10. Προσήλωση στις καλύτερες πρακτικές.
  11. The team must focus on adhering to best practices to improve efficiency.
  12. Η ομάδα πρέπει να εστιάσει στην προσκόλληση στις καλύτερες πρακτικές για να βελτιώσει την αποδοτικότητα.

  13. Adhering to social norms

  14. Προσήλωση σε κοινωνικές νόρμες.
  15. Adhering to social norms can sometimes be challenging in a diverse environment.
  16. Η προσκόλληση σε κοινωνικές νόρμες μπορεί μερικές φορές να είναι δύσκολη σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον.

Ετυμολογία

Η λέξη adhering προέρχεται από τη λατινική λέξη adhaerere, που σημαίνει "να κολλάς σε" ή "να κρατάς πιστό στην".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Complying (συμμορφούμενος) - Sticking (κολλώντας)

Αντώνυμα: - Disobeying (παραβιάζοντας) - Defying (αψηφώντας)

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης adhering και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.



25-07-2024