Η λέξη "adiaphorist" αναφέρεται σε ένα άτομο που προτείνει ή κινείται σε καταστάσεις όπου κάποια θεολογικά ή οργανωτικά ζητήματα θεωρούνται αδιάφορα για τη σωτηρία ή την πίστη. Συχνά χρησιμοποιείται σε θρησκευτικούς ή φιλοσοφικούς συμφραζόμενους, και πιο συγκεκριμένα στην αναφορά στη Λουθηρανική θεολογία.
Χρήση στη γλώσσα: Η λέξη είναι περισσότερο συνηθισμένη σε ακαδημαϊκά ή ειδικά θεολογικά κείμενα και όχι τόσο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Ο θεολόγος θεωρούνταν αδιάφορος, προωθώντας μια άποψη ευελιξίας στις μη ουσιώδεις πεποιθήσεις.
In debates about doctrine, the adiaphorist perspective was often a point of contention.
Η λέξη "adiaphorist" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, εφόσον σχετίζεται με θρησκευτικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα, μπορούμε να εξετάσουμε άσχετες εκφράσεις που απορρέουν από την ιδέα του να είναι κάποιος αδιάφορος στα δόγματα:
Η στάση του ήταν αρκετά αδιάφορη, αγνοώντας τις τριβές μεταξύ των αιρέσεων.
"She adopted an adiaphorist approach to the religious arguments, focusing more on common values."
Υιοθέτησε μια αδιάφορη προσέγγιση στις θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, εστιάζοντας περισσότερο σε κοινούς αξίες.
"In an adiaphorist manner, the community sought to bridge the gaps between different beliefs."
Η λέξη "adiaphorist" προέρχεται από το ελληνικό "adiaphoros" (αδιάφορος), που σημαίνει "όχι καθοριστικός" ή "μη κρίσιμος", συνδυάζοντας στοιχεία του χώρου της θεολογίας.
αδιάφορος
Αντώνυμα: