adiaphorist - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

adiaphorist (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "adiaphorist" αναφέρεται σε ένα άτομο που προτείνει ή κινείται σε καταστάσεις όπου κάποια θεολογικά ή οργανωτικά ζητήματα θεωρούνται αδιάφορα για τη σωτηρία ή την πίστη. Συχνά χρησιμοποιείται σε θρησκευτικούς ή φιλοσοφικούς συμφραζόμενους, και πιο συγκεκριμένα στην αναφορά στη Λουθηρανική θεολογία.

Χρήση στη γλώσσα: Η λέξη είναι περισσότερο συνηθισμένη σε ακαδημαϊκά ή ειδικά θεολογικά κείμενα και όχι τόσο στον καθημερινό προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The theologian was considered an adiaphorist, promoting a view of flexibility in non-essential beliefs.
  2. Ο θεολόγος θεωρούνταν αδιάφορος, προωθώντας μια άποψη ευελιξίας στις μη ουσιώδεις πεποιθήσεις.

  3. In debates about doctrine, the adiaphorist perspective was often a point of contention.

  4. Σε συζητήσεις σχετικά με τη διδασκαλία, η οπτική του αδιαφόρου ήταν συχνά σημείο διαφωνίας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "adiaphorist" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, εφόσον σχετίζεται με θρησκευτικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα, μπορούμε να εξετάσουμε άσχετες εκφράσεις που απορρέουν από την ιδέα του να είναι κάποιος αδιάφορος στα δόγματα:

  1. "His attitude was quite adiaphoristic, ignoring the trivial disputes among sects."
  2. Η στάση του ήταν αρκετά αδιάφορη, αγνοώντας τις τριβές μεταξύ των αιρέσεων.

  3. "She adopted an adiaphorist approach to the religious arguments, focusing more on common values."

  4. Υιοθέτησε μια αδιάφορη προσέγγιση στις θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, εστιάζοντας περισσότερο σε κοινούς αξίες.

  5. "In an adiaphorist manner, the community sought to bridge the gaps between different beliefs."

  6. Με αδιάφορο τρόπο, η κοινότητα προσπάθησε να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ διαφορετικών πεποιθήσεων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "adiaphorist" προέρχεται από το ελληνικό "adiaphoros" (αδιάφορος), που σημαίνει "όχι καθοριστικός" ή "μη κρίσιμος", συνδυάζοντας στοιχεία του χώρου της θεολογίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024