Adjective (Επίθετο)
/əˈdʒeɪ.sənt/
Η λέξη "adjacent" σημαίνει ότι κάτι βρίσκεται δίπλα ή κοντά σε κάτι άλλο, σε μια γειτονική τοποθεσία. Στη γλώσσα Αγγλικά χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει δύο ή περισσότερα αντικείμενα, χωριά, κτίρια ή περιοχές που βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό λόγο.
Τα γειτονικά χωριά συχνά συνδέονται με έναν μικρό δρόμο.
The two adjacent villages share many cultural traditions.
Τα δύο παρακείμενα χωριά μοιράζονται πολλές πολιτιστικές παραδόσεις.
We explored the adjacent villages during our trip.
Η λέξη "adjacent" δεν εμφανίζεται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες περιφραστικές εκφράσεις:
Δίπλα στον κεντρικό δρόμο, βρήκαμε ένα γοητευτικό καφέ.
The park is adjacent to the library, making it a perfect spot for reading.
Το πάρκο είναι δίπλα στη βιβλιοθήκη, καθιστώντας το τέλειο σημείο για διάβασμα.
There are several adjacent buildings that house different businesses.
Η λέξη "adjacent" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "adjacens," που σημαίνει "κοντά" ή "δίπλα," και προέρχεται από το ρήμα "adjacere," που σημαίνει "είμαι δίπλα."
Συνώνυμα: - adjoining - neighboring - juxtaposed
Αντώνυμα: - distant - faraway - detached