Το "adjoint boundary conditions" είναι μια φράση που αποτελείται από δύο λέξεις: "adjoint" (επίθετο) και "boundary conditions" (ουσιαστικό, πληθυντικός).
Η φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /əˈdʒɔɪnt ˈbaʊndəri kənˈdɪʃənz/
Οι "adjoint boundary conditions" αναφέρονται σε συνθήκες που χρησιμοποιούνται σε προβλήματα που σχετίζονται με τη μαθηματική ανάλυση και την αριθμητική προσομοίωση, ειδικά σε εφαρμογές όπως η ροή ρευστού και η μηχανική των υλικών. Οι συνθήκες αυτές καθορίζουν πώς οι λύσεις των εξισώσεων μεταφοράς ή διαφορικών εξισώσεων συμπεριφέρονται όταν πλησιάζουν στα οριακά σημεία της περιοχής ενδιαφέροντος.
Η φράση αυτή συναντάται συχνά σε επιστημονικά κείμενα και τεχνικές εργασίες, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο. Οι συνθήκες αυτές είναι σημαντικές για την εξασφάλιση της σταθερότητας και της ακρίβειας στις αριθμητικές προσεγγίσεις.
"The adjoint boundary conditions were applied to improve the accuracy of the simulation."
Οι συνδεδεμένες συνθήκες ορίου εφαρμόστηκαν για να βελτιωθεί η ακρίβεια της προσομοίωσης.
"Researchers often use adjoint boundary conditions in fluid dynamics."
Οι ερευνητές συχνά χρησιμοποιούν συνθήκες οριακής επαφής στην υδροδυναμική.
Η φράση "adjoint boundary conditions" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην καθημερινή γλώσσα, αλλά σχετίζεται με τεχνικούς όρους που χρησιμοποιούνται σε πιο εξειδικευμένα πεδία.
"linked boundary conditions" (συνδεδεμένες συνθήκες ορίου)
Αντώνυμα:
Αυτό το φάσμα πληροφοριών τους πιστώνει την κατανόηση της φράσης "adjoint boundary conditions" στο πλαίσιο της μαθηματικής και μηχανικής ανάλυσης.