Επίθετο / Ουσιαστικό (με την έννοια της αναφοράς σε μαθηματικούς όρους).
/ədˈdʒɔɪnt ˈmætrɪks/
Ο όρος "adjoint matrix" αναφέρεται σε μια συνδυαστική μήτρα που χρησιμοποιείται κυρίως στη γραμμική άλγεβρα. Θεωρείται ως η μήτρα που προκύπτει από το να πάρουμε το συγκοινωνούν (cofactor) κάθε στοιχείου μιας μήτρας και έπειτα να την μεταθέσουμε (transpose). Χρησιμοποιείται για την υπολογισμό της αντίστροφης μήτρας και άλλες μαθηματικές εφαρμογές. Συχνότητα χρήσης: Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε μαθηματικά και μηχανική.
Η συνοδευτική μήτρα μιας τετράγωνης μήτρας είναι καθοριστική για την εύρεση της αντίστροφης της.
To find the eigenvalues of a matrix, we often utilize the adjoint matrix in our calculations.
Για να βρούμε τις ιδιοτιμές μιας μήτρας, συχνά χρησιμοποιούμε τη συνοδευτική μήτρα στους υπολογισμούς μας.
The properties of the adjoint matrix can be very useful in theoretical mathematics.
Ο όρος "adjoint matrix" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί σε ειδικές μαθηματικές ή αλγεβρικές εκφράσεις που σχετίζονται με προχωρημένα μαθηματικά. Παρ' όλα αυτά, παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις σχετικές με τον όρο:
Η κατανόηση του πώς η συνοδευτική μήτρα σχετίζεται με τους προσδιοριστές μπορεί να απλοποιήσει σύνθετα προβλήματα.
When calculating the determinant, we often consider the adjoint matrix as a step in the process.
Ο όρος "adjoint" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adiunctus", που σημαίνει "συνημμένος" ή "συνδεδεμένος", ενώ "matrix" προέρχεται από τη λατινική εκδοχή "matrix", η οποία σημαίνει "μήτρα" ή "μήτρα, γονέας".
Συνώνυμα: - Cofactor matrix (μήτρα κοφάτορα)
Αντώνυμα: - Non-adjoint matrix (μη συνοδευτική μήτρα)
Η συνοδευτική μήτρα έχει ειδική σημασία σε πολλούς τομείς των μαθηματικών και της μηχανικής και αποτελεί έναν κρίσιμο στοιχείο στη μελέτη των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των μητρών.