adjudgement - ουσιαστικό
/əˈdʒʌdʒ.mənt/
Ο όρος adjudgement αναφέρεται στην πράξη της κρίσης ή της απόφασης σε σχέση με νομικές υποθέσεις ή διαφορές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά πλαίσια αλλά μπορεί να εκτείνεται και σε άλλες περιστάσεις όπου μια απόφαση ή κρίση απαιτείται.
Η κρίση του δικαστηρίου ήταν τελική και δεσμευτική.
She awaited the adjudgement of her appeal with great anticipation.
Περίμενε με μεγάλη ανυπομονησία την απόφαση της έφεσής της.
The adjudgement process took longer than expected due to the complexity of the case.
Η λέξη adjudgement χρησιμοποιείται σε νομικά διακυβεύματα και μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες φράσεις.
Η κρίση του διαιτητή συχνά αμφισβητείται από τους παίκτες.
Judgment and adjudgement go hand in hand - This phrase highlights the connection between making judgments and the formal adjudication process.
Σε νομικά ζητήματα, οι κρίσεις και η δικαστική απόφαση πάνε χέρι-χέρι για να εξασφαλίσουν την δικαιοσύνη.
The adjudgement phase - Referring to the stage in a legal process where formal decisions are made.
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη "adjudicare", που σημαίνει "να κρίνεις" ή "να αποδώσεις". Είναι σύνθεση της πρόθεσης "ad-" που σημαίνει "προς" και "judicare" που σημαίνει "να κρίνεις".