Η λέξη "adjustability" είναι ουσιαστικό.
/əˌdʒʌstəˈbɪləti/
Η λέξη "adjustability" αναφέρεται στην ικανότητα ενός αντικειμένου ή μιας συσκευής να προσαρμόζεται ή να ρυθμίζεται σε διαφορετικές καταστάσεις ή απαιτήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια, αλλά και σε καθημερινές καταστάσεις όπου απαιτείται ευελιξία. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε τεχνικά κείμενα και σε περιγραφές προϊόντων, ενώ χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο.
The adjustability of the chair allows for greater comfort.
Η ρυθμισιμότητα της καρέκλας επιτρέπει μεγαλύτερη άνεση.
Manufacturers highlight the adjustability of their products to appeal to consumers.
Οι κατασκευαστές επισημαίνουν την προσαρμοστικότητα των προϊόντων τους για να προσελκύσουν τους καταναλωτές.
The adjustability of the software settings can help optimize performance.
Η ρυθμισιμότητα των ρυθμίσεων του λογισμικού μπορεί να βοηθήσει στη βελτιστοποίηση της απόδοσης.
Η λέξη "adjustability" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κοινές φράσεις που υποδεικνύουν την ικανότητα προσαρμογής. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
The adjustability of your schedule is crucial in meeting deadlines.
Η προσαρμοστικότητα του προγράμματός σας είναι καίρια για την τήρηση προθεσμιών.
Adjustability in designs often leads to better user experience.
Η ρυθμισιμότητα στις σχεδιάσεις συχνά οδηγεί σε καλύτερη εμπειρία χρήστη.
The adjustability of the equipment allows it to fit various needs.
Η ρυθμισιμότητα του εξοπλισμού επιτρέπει να καλύπτει διάφορες ανάγκες.
With adjustability, you can tailor the product to your specific requirements.
Με προσαρμοστικότητα, μπορείτε να προσαρμόσετε το προϊόν στις συγκεκριμένες απαιτήσεις σας.
The adjustability of the pricing model makes it accessible to more clients.
Η ρυθμισιμότητα του μοντέλου τιμολόγησης το καθιστά προσβάσιμο σε περισσότερους πελάτες.
Η λέξη "adjustability" προέρχεται από το ρήμα "adjust", που σημαίνει να προσαρμόζετε ή να ρυθμίζετε, και από το επίθημα "-ability", που υποδηλώνει ικανότητα ή δυνατότητα.
Συνώνυμα: - flexibility (ευελιξία) - adaptability (προσαρμοστικότητα) - modifiability (τροποποιησιμότητα)
Αντώνυμα: - inflexibility (ακαμψία) - rigidity (αυστηρότητα) - immutability (σταθερότητα)