Ο όρος "adsorptivity" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˌæd.sɔːrˈp.tɪv.ɪ.ti/
Η "adsorptivity" αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού να προσροφά (ή να συγκεντρώνει) μόρια από μια άλλη ουσία, συχνά αναφερόμενη ως ένα αέριο ή υγρό, στην επιφάνειά του. Χρησιμοποιείται συνήθως στη χημεία, τη φυσική και τις σχετικές επιστήμες, για να περιγράψει συμπεριφορές υλικών όπως τα στερεά ή τα υγρά. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλότερη σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
"The adsorptivity of the catalyst was measured under various conditions."
(Η απορροφητικότητα του καταλύτη μετρήθηκε υπό διάφορες συνθήκες.)
"High adsorptivity is crucial in designing effective filtration systems."
(Η υψηλή απορροφητικότητα είναι κρίσιμη για το σχεδιασμό αποτελεσματικών συστημάτων φιλτραρίσματος.)
Η λέξη "adsorptivity" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά σε επιστημονικά κείμενα ενδέχεται να εμφανίζεται σε περιγραφές διαδικασιών ή επιδόσεων.
Παρ' όλα αυτά, αποτελούν ιδιαίτερες παραδείγματα για το πώς συνδέεται η "adsorptivity" με διάφορα επιστημονικά θέματα:
"The enhanced adsorptivity of nanomaterials has opened new avenues in environmental remediation."
(Η ενισχυμένη απορροφητικότητα των νανοϋλικών έχει ανοίξει νέες οδούς στην περιβαλλοντική αποκατάσταση.)
"Researchers are studying the adsorptivity characteristics of activated carbon for better performance."
(Οι ερευνητές μελετούν τα χαρακτηριστικά απορροφητικότητας του ενεργού άνθρακα για καλύτερη απόδοση.)
"In many industrial processes, increasing adsorptivity is a key factor for successful outcomes."
(Σε πολλές βιομηχανικές διαδικασίες, η αύξηση της απορροφητικότητας είναι ένα βασικό στοιχείο για επιτυχημένα αποτελέσματα.)
Η λέξη "adsorptivity" προέρχεται από το "adsorption" (προσρόφηση) που συνδυάζεται με το επίθετο "-ivity", υποδηλώνοντας την ποιότητα ή την κατάσταση.
Αυτές οι λεπτομέρειες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "adsorptivity" και της χρήσης της στην ομιλία και τη συγγραφή στα αγγλικά.