Ρήμα (Verb)
/ˈæd.ʌm.brənt/
Η λέξη "adumbrant" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που αντικατοπτρίζει ή υποδηλώνει, αλλά δεν το αποκαλύπτει πλήρως. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται σε λογοτεχνικά και ακαδημαϊκά κείμενα. Είναι πιο συχνά στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, καθώς έχει πιο ειδική σημασία και πιο περιορισμένη χρήση.
Οι σκοτεινές συννεφιές υποδηλώνουν την καταιγίδα που ήταν έτοιμη να χτυπήσει.
In his painting, the artist adumbrant the emotions of the subject without showing them directly.
Στον πίνακά του, ο καλλιτέχνης φανερώνει τα συναισθήματα του θέματος χωρίς να τα δείξει άμεσα.
The hints in her speech adumbrant her true intentions.
Η λέξη "adumbrant" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η έννοιά της μπορεί να σχετίζεται με φράσεις που αναφέρονται σε υπονοούμενα ή έμμεσα μηνύματα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Οι παρατηρήσεις του ήταν ενδεικτικές της αντιπάθειας του για την νέα πολιτική.
The novel's symbolism adumbrant the author's views on society.
Ο συμβολισμός του μυθιστορήματος υποδηλώνει τις απόψεις του συγγραφέα για την κοινωνία.
The soft lighting in the room adumbrant a sense of intimacy.
Ο απαλός φωτισμός στο δωμάτιο υποδηλώνει μία αίσθηση οικειότητας.
Her laughter was adumbrant of the joy she held inside.
Το γέλιο της υποδήλωνε τη χαρά που είχε μέσα της.
The shadows adumbrant the figures in the painting, adding mystery.
Η λέξη "adumbrant" προέρχεται από το λατινικό "adumbrāre", που σημαίνει "σκιώδης" ή "σκιαγραφώ", με την κατάληξη -ant που χρησιμοποιείται για ενεργητικά ρήματα.