Η φράση "adverse party" αποτελείται από δύο λέξεις: το επίθετο "adverse" και το ουσιαστικό "party". Σε νομικό πλαίσιο, αναφέρεται σε έναν αντίπαλο ή αντίκτυπο μερός στη δικαστική ή διαπραγματευτική διαδικασία.
/adˈvɜːrs ˈpɑːrti/
Ο όρος "adverse party" χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά κείμενα και διαδικασίες για να αναφερθεί σε ένα μέρος που είναι αντιπάλου ή έχει αντίθετο συμφέρον από ένα άλλο μέρος σε μια νομική υπόθεση. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά συμφραζόμενα και νομικά έγγραφα.
Η χρήση του "adverse party" συναντάται κυρίως σε νομικά έγγραφα, όπως συμβάσεις ή δικαστικές υποθέσεις. Δεν είναι κοινή στην καθημερινή ομιλία, παρά μόνο σε νομικά περιβάλλοντα.
Το δικαστήριο αποφάσισε υπέρ του αντίπαλου μέρους στην αγωγή.
It is essential to understand the strategies of the adverse party.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις στρατηγικές του αντίπαλου μέρους.
Both parties presented evidence against the adverse party.
Η φράση "adverse party" μπορεί να εμφανίζεται σε νομικές ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Ο δικηγόρος ήταν υποχρεωμένος να παρέχει αποκάλυψη στοιχείων προς το αντίπαλο μέρος πριν τη δίκη.
Adverse party rights - δικαιώματα του αντίπαλου μέρους.
Η συμφωνία προσδιόρισε τα δικαιώματα του αντίπαλου μέρους σε οποιαδήποτε διαφορά.
Adverse party claims - αξιώσεις του αντίπαλου μέρους.
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων έχει σημαντική εφαρμογή στον νομικό τομέα και μπορεί να αποτελέσει θεμελιώδη στοιχείο στις διαδικασίες δικαστικών υποθέσεων.