"Adyta" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈædɪtə/
Η λέξη "adyta" προέρχεται από τη λατινική λέξη "adiutum" που σημαίνει "πρόσβαση". Στην αρχαία ελληνική εποχή, αναφερόταν στη σφραγισμένη περιοχή ενός ναού, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούσαν να εισέλθουν. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιστορικά ή αρχαιολογικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή και ενδέχεται να εμφανίζεται συχνότερα στη γραπτή γλώσσα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο ιερέας μπήκε στο άδυτο για να εκτελέσει τους ιερούς τελετουργικούς.
Only the chosen one was allowed to access the adyta hidden behind the temple walls.
Μόνο ο εκλεκτός επιτρεπόταν να έχει πρόσβαση στο άδυτο που κρυβόταν πίσω από τους τοίχους του ναού.
The ancient Greeks believed that the adyta held the essence of the divine.
Η λέξη "adyta" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα ιστορικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα:
Τα μυστικά του άδυτου ψιθυρίζονταν μεταξύ των μυστικισμένων.
Many sought to uncover the mysteries hidden within the adyta.
Πολλοί επιδίωκαν να αποκαλύψουν τα μυστικά που κρύβονταν εντός του άδυτου.
The city descended into darkness, with the adyta of knowledge sealed from the masses.
Η λέξη "adyta" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "ἀδύτα" (aduta), που σημαίνει "το αμετάβλητο" / "απαγορευμένο". Η ρίζα της λέξης προέρχεται από το ρήμα "ἀδύω" που σημαίνει "δεν μπορείς να εισέλθεις".
Συνώνυμα: - Καταφύγιο - Κρυψώνα
Αντώνυμα: - Δημόσια περιοχή - Ανοιχτός χώρος