Επίθετο
/aɪəroʊˈnɔːtɪkəl/
Η λέξη "aeronautical" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με την αεροπορία ή την αεροναυτική επιστήμη, η οποία περιλαμβάνει τη σχεδίαση, την κατασκευή και τη λειτουργία αεροσκαφών και σχετικά συστήματα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια, συχνά με υψηλή συχνότητα στο γραπτό λόγο, καθώς η αεροναυτική είναι ένα εξειδικευμένο πεδίο.
Το πρόγραμμα αεροναυτικής μηχανικής στο πανεπιστήμιο είναι πολύ αναγνωρίσιμο.
He decided to pursue a career in aeronautical research.
Η λέξη "aeronautical" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σύνθετες φράσεις που σχετίζονται με την αεροναυτική. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
Το πάθος της για την αεροναυτική επιστήμη την οδήγησε να σχεδιάσει το δικό της αεροσκάφος.
Aeronautical advancements have significantly improved flight safety.
Οι αεροναυτικές εξελίξεις έχουν βελτιώσει σημαντικά την ασφάλεια των πτήσεων.
The conference focused on the latest aeronautical technologies.
Η λέξη "aeronautical" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "aero-" που σημαίνει "αέρας" και "nautical" που προέρχεται από το λατινικό "nauticus" και το ελληνικό "nautikos", που σημαίνει "ναυτικός" ή "σχετικός με την ναυσιπλοΐα".
Συνώνυμα: - Aeronautic - Aviation-related
Αντώνυμα: - None; μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχει άμεσες αντιθέσεις λόγω της εξειδικευμένης φύσης του όρου.