Ρήμα (συνήθως αναφέρεται ως ουσιαστικό στις σύγχρονες γλώσσες, αλλά προέρχεται από αρχαία ελληνική ρίζα).
/ˈiː.θər/
Η λέξη "aether" ( ή "αιθέρας" στα Ελληνικά) έχει ιστορικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ο αιθέρας θεωρούνταν το λεπτότερο στοιχείο που συμπλήρωνε τον αέρα και ήταν συνδεδεμένος με τον ουρανό και το θεϊκό. Στη σύγχρονη εποχή, η λέξη χρησιμοποιείται λιγότερο και συχνά αναφέρεται στη φυσική ή τη φιλοσοφία για να περιγράψει τον αέρα ή το διάστημα, και έχει χρησιμοποιηθεί επίσης σε επιστημονικά πειράματα του 19ου αιώνα, όπως η θεωρία του αιθέρος στην απόδοση του φωτός.
Η λέξη "aether" χρησιμοποιείται σπάνια στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, είναι πιο συχνή σε κείμενα που αναφέρονται στη φιλοσοφία, τη φυσική ή την ιστορία της επιστήμης. Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να τη συναντήσουμε σε γραπτές μορφές παρά στον προφορικό λόγο.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στην ύπαρξη του αιθέρα στο σύμπαν.
Scientists of the 19th century hypothesized that aether was necessary for the propagation of light.
Οι επιστήμονες του 19ου αιώνα υπέθεσαν ότι ο αιθέρας ήταν απαραίτητος για τη διάδοση του φωτός.
The concept of aether has evolved significantly over the centuries.
Η λέξη "aether" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά υπάρχουν κάποιες δημιουργικές εκφράσεις που μπορεί να παρατηρηθούν σε λογοτεχνικά έργα ή φιλοσοφικές συζητήσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
"Χαμένος στον αιθέρα της σκέψης, αναλογίστηκα τα μυστήρια του σύμπαντος."
"The songs of the stars echo through the aether, whispering secrets of the cosmos."
"Οι ήχοι των αστεριών ηχούν μέσα στον αιθέρα, ψιθυρίζοντας μυστικά του σύμπαντος."
"In the aether of creativity, new ideas are born like stars in the night sky."
Η λέξη "aether" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "αἰθήρ" (aithēr), η οποία σημαίνει "αέρας" ή "νότιος αέρας". Συνδέεται με την έννοια του καθαρού και λεπτού στοιχείου που δημιουργεί ζωή και είναι ήλιος, φως και διάστημα.
Συνώνυμα: - air (αέρας) - ether (αιθέρας) - sky (ουρανός)
Αντώνυμα: - ground (έδαφος) - earth (γη) - matter (ύλη)