Αυτή η φράση αποτελείται από δύο λέξεις:
- "affectionate": επίθετο
- "embrace": ρήμα / ουσιαστικό
affectionate: /əˈfɛkʃənət/
embrace: /ɪmˈbreɪs/
Η φράση "affectionate embrace" αναφέρεται σε μια αγκαλιά που εκφράζει αγάπη, στοργή ή συναισθηματική σύνδεση. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια θερμή ή τρυφερή αγκαλιά μεταξύ ατόμων που έχουν στενές σχέσεις, όπως μεταξύ φίλων, συγγενών ή ερωτικών συντρόφων.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Μπορεί να εμφανίζεται σε συζητήσεις, λογοτεχνία, ή σε εκφράσεις που σχετίζονται με συναισθηματική οικειότητα.
They shared an affectionate embrace before saying goodbye.
(Μοιράστηκαν μια στοργική αγκαλιά πριν πουν αντίο.)
The affectionate embrace of the mother comforted the child.
(Η στοργική αγκαλιά της μητέρας παρηγόρησε το παιδί.)
After a long time apart, they greeted each other with an affectionate embrace.
(Μετά από πολύ καιρό χωρισμένοι, αντάλλαξαν μια στοργική αγκαλιά.)
Η φράση "affectionate embrace" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με συναισθηματικές ή σωματικές εκδηλώσεις αγάπης και στοργής:
"Locked in an affectionate embrace, they didn't want the moment to end."
(Κλειδωμένοι σε μια στοργική αγκαλιά, δεν ήθελαν να τελειώσει η στιγμή.)
"He greeted her with an affectionate embrace, melting her heart."
(Την χαιρέτησε με μια στοργική αγκαλιά, λυγίζοντας την καρδιά της.)
"Their affectionate embrace spoke volumes about their hidden feelings."
(Η στοργική αγκαλιά τους μιλούσε πολύ για τα κρυφά τους συναισθήματα.)
"She felt safe in his affectionate embrace."
(Ένιωθε ασφαλής στην στοργική του αγκαλιά.)
"An affectionate embrace under the stars made the evening magical."
(Μια στοργική αγκαλιά κάτω από τα αστέρια έκανε την βραδιά μαγική.)
"His affectionate embrace reassured her during tough times."
(Η στοργική του αγκαλιά την καθησύχασε κατά τις δύσκολες στιγμές.)
"The couple shared an affectionate embrace on the dance floor."
(Το ζευγάρι μοιράστηκε μια στοργική αγκαλιά στην πίστα.)
"Their affectionate embrace lingered long after the kiss."
(Η στοργική τους αγκαλιά παρέμεινε ύστερα από το φιλί.)
affectionate: προέρχεται από το λατινικό "affectio", που σημαίνει "συναίσθημα, επίδραση".
embrace: προέρχεται από το λατινικό "bracchium", που σημαίνει "χέρι", και το «em» που προστίθεται ως πρόθεση. Σημαίνει "αγκαλιάζω" ή "περιλαμβάνω".
Συνώνυμα για "affectionate":
- loving
- tender
- fond
Αντώνυμα για "affectionate":
- indifferent
- cold
- hostile
Συνώνυμα για "embrace":
- hug
- cuddle
- clasp
Αντώνυμα για "embrace":
- reject
- withdraw
- release