Η φράση "affective adynamia" λειτουργεί κυρίως ως ονομασία και μπορεί να περιγραφεί ως ιατρικός ή ψυχιατρικός όρος.
/aˈfɛk.tɪv ˌeɪ.dɪˈnæm.i.ə/
Η "affective adynamia" αναφέρεται σε μια κατάσταση ψυχολογικής ή συναισθηματικής αδυναμίας και κόπωσης, όπου ο ασθενής μπορεί να μην έχει την ικανότητα ή την επιθυμία να εκφράσει συναισθήματα ή να συμμετάσχει σε δραστηριότητες. Χρησιμοποιείται συχνά σε ψυχιατρικά συμφραζόμενα, για να περιγράψει την έναρξη ή την παρουσία συμπτωμάτων κατάθλιψης ή άλλων αγχωδών διαταραχών.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή και είναι πιο κοινή σε ιατρικά ή ψυχολογικά κείμενα απ' ό,τι στην καθημερινή συνομιλία.
"Ο ασθενής παρουσίασε συναισθηματική αδυναμία, δείχνοντας κανένα ενδιαφέρον για κοινωνικές δραστηριότητες."
"Affective adynamia can often manifest in severe depression."
Η φράση "affective adynamia" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια της συναισθηματικής κόπωσης εμφανίζεται σε διάφορες εκφράσεις και περιγραφές καταστάσεων:
"Νιώθοντας μια βαθιά συναισθηματική αδυναμία, επέλεξε να αποσυρθεί από τους φίλους της."
"He described his affective adynamia as a fog that clouded his mind."
"Περιέγραψε τη συναισθηματική του αδυναμία σαν μια ομίχλη που σκίαζε το μυαλό του."
"Affective adynamia often leads to a lack of motivation in daily tasks."
Η λέξη "affective" προέρχεται από το λατινικό "affectus", που σημαίνει «συναίσθημα», και η λέξη "adynamia" προέρχεται από την ελληνική λέξη "ἀδυναμία" (adynamia), που σημαίνει «αδυναμία» ή «λειτουργική ανεπάρκεια», υποδηλώνοντας μια κατάσταση αδυναμίας ή έλλειψης ενέργειας.
Συνώνυμα: - Emotional exhaustion (συναισθηματική εξάντληση) - Psychomotor retardation (ψυχοκινητική καθυστέρηση)
Αντώνυμα: - Affective vitality (συναισθηματική ζωντάνια) - Enthusiasm (ενθουσιασμός)