Ο όρος "agglutinating language" (συγκολλητική γλώσσα) είναι ουσιαστικό.
IPA: /əˈɡluːtɪneɪtɪŋ ˈlæŋɡwɪdʒ/
Μια συγκολλητική γλώσσα είναι μια γλωσσική κατηγορία όπου οι λέξεις σχηματίζονται με την προσθήκη (συγκέντρωση) διαφόρων προθέσεων και καταλήξεων σε μια ρίζα. Αυτές οι γλώσσες τείνουν να συνδυάζουν μικρές γλωσσικές μονάδες, που ονομάζονται μορφήματα, για να μεταφέρουν γραμματικές ή σημασιολογικές πληροφορίες.
Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της γλωσσολογίας και σπανίως στην καθημερινή ομιλία.
Συχνότητα Χρήσης: Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά έργα ή γλωσσολογικές μελέτες.
"Turkish is an example of an agglutinating language."
(Η τουρκική είναι ένα παράδειγμα συγκολλητικής γλώσσας.)
"In an agglutinating language, various affixes can be added to a root word."
(Σε μια συγκολλητική γλώσσα, διάφορες προθέσεις μπορούν να προστεθούν σε μια ριζική λέξη.)
"Learning an agglutinating language can be challenging due to its complex structure."
(Η εκμάθηση μιας συγκολλητικής γλώσσας μπορεί να είναι δύσκολη λόγω της πολύπλοκης δομής της.)
Ο όρος δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις σε καθημερινές συζητήσεις. Ωστόσο, σε ένα επαγγελματικό ή ακαδημαϊκό περιβάλλον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί:
"Understanding the features of an agglutinating language is vital for linguists."
(Η κατανόηση των χαρακτηριστικών μιας συγκολλητικής γλώσσας είναι ζωτικής σημασίας για τους γλωσσολόγους.)
"Many students find agglutinating languages more accessible due to their logical structure."
(Πολλοί φοιτητές βρίσκουν τις συγκολλητικές γλώσσες πιο προσβάσιμες λόγω της λογικής τους δομής.)
"In agglutinating languages, one suffix can change the meaning of the entire word."
(Σε συγκολλητικές γλώσσες, μια κατάληξη μπορεί να αλλάξει την έννοια ολόκληρης της λέξης.)
Ο όρος "agglutination" προέρχεται από τα λατινικά "agglutinare" που σημαίνει "να κολλήσω", υποδηλώνοντας τη διαδικασία συγκόλλησης μορφημάτων.
Συνώνυμα: - Morphological language (μορφολογική γλώσσα) - Synthetic language (συνθετική γλώσσα)
Αντώνυμα: - Isolating language (απομονωτική γλώσσα) - Analytic language (αναλυτική γλώσσα)
Αυτές οι γλώσσες περιγράφουν γλωσσικά συστήματα με λιγότερη εξάρτηση από τη συναρμολόγηση μορφημάτων, παρά μόνο μέσω της τάξης των λέξεων και της χρήσης λέξεων αντί για μορφήματα.