Ρήμα
/ˈæɡlɪsən/
Η λέξη "aglisten" σημαίνει να λάμπει ή να γυαλίζει, ιδιαίτερα με τρόπο που ελκύει την προσοχή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που ακτινοβολεί φως, είτε με φυσικό τρόπο είτε μεταφορικά, για να δηλώσει ζωντάνια ή ενθουσιασμό. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της είναι σχετικά σπάνια, αλλά μπορεί να εμφανιστεί περισσότερο σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα παρά στον καθημερινό λόγο.
Οι αστέρες γυαλίζουν στον νυχτερινό ουρανό.
Her eyes seemed to aglisten with excitement at the news.
Τα μάτια της φαινόταν να γυαλίζουν από ενθουσιασμό με τα νέα.
The dew on the grass aglisten under the morning sun.
Η λέξη "aglisten" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να σχετίζεται με μεταφορικές χρήσεις όπου περιγράφεται κάτι ζωντανό ή ενθουσιώδες.
Το χαμόγελό της γυαλίζει στο σκοτάδι.
The city lights aglisten like stars on the ground.
Οι φώτα της πόλης γυαλίζουν σαν αστέρια στο έδαφος.
Memories of that day still aglisten in my mind.
Η λέξη "aglisten" προέρχεται από την αρχαία Αγγλική γλώσσα, όπου "a-" είναι ένα προκαταρκτικό μόριο που σημαίνει "σε κατεύθυνση" ή "προς", και "glisten" σημαίνει "να λάμπει" ή "να γυαλίζει". Στην ουσία, η λέξη σημαίνει "να είναι σε κατάσταση λάμψης".
Συνώνυμα: - glisten - shine - sparkle
Αντώνυμα: - dull - fade - darkness
Αυτή είναι η αναλυτική πληροφορία για τη λέξη "aglisten".