Όρος: Aglobulism
Μέρος του λόγου: Ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /eɪˈɡlɒb.jʊ.lɪ.zəm/
Σημασία: Ο όρος "aglobulism" αναφέρεται σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία ή την πολύ χαμηλή ποσότητα γλομπουλίνης στο αίμα. Στην ιατρική, αυτό μπορεί να σχετίζεται με διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος ή προβλήματα στη λειτουργία του ήπατος.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά κείμενα και αναφορές.
Συχνότητα χρήσης: Σπάνια χρησιμοποιείται στη καθημερινή ομιλία, κυρίως σε ιατρικές ή επιστημονικές αναφορές.
"Ο ασθενής διαγνώστηκε με αγγομπουλισμό μετά από πολλές εξετάσεις αίματος."
"Aglobulism can lead to various health complications if left untreated."
"Ο αγκομπουλισμός μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες επιπλοκές της υγείας αν αφεθεί χωρίς θεραπεία."
"Doctors are researching the causes of aglobulism in certain populations."
Ο όρος "aglobulism" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν καθιερωμένες φράσεις ή εκφράσεις σχετικά με αυτόν.
Ο όρος "aglobulism" προέρχεται από το πρόθεμα "a-" που σημαίνει "χωρίς" και "globulin", που αναφέρεται σε μια κατηγορία πρωτεϊνών στο αίμα. Η σύνθεση του τερματισμού "-ism" δηλώνει μια κατάσταση ή πάθηση.
Συνώνυμα:
- Αντικείμενο αυτό δεν έχει στενά συνώνυμα λόγω της ιατρικής του φύσης.
Αντώνυμα:
- Αυξημένες γλομπουλίνες ή φυσιολογική επίπεδα γλομπουλίνης.
Ο όρος "aglobulism" είναι συγκεκριμένος και ιατρικός, οπότε οι συσχετισμένες έννοιες περιορίζονται στην ιατρική επιστήμη και τις συνθήκες που αφορούν την κατάσταση του αίματος.