Agnail είναι ουσιαστικό.
/ˈeɪgneɪl/
Η λέξη agnail αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου το δέρμα γύρω από το νύχι είναι φλεγμονώδες ή έχει πρηστεί, συχνά συνοδευόμενο από πόνο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή ανατομικά κείμενα και είναι σχετικά σπάνια στη σύγχρονη ομιλία.
Συχνότητα χρήσης: Σπάνιος όρος, περισσότερο χρησιμοποιούμενος σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Το αγκώνας μου μολύνθηκε και έπρεπε να δω γιατρό.
She struggled with an agnail for weeks before seeking treatment.
Αγωνίστηκε με έναν αγκώνα για εβδομάδες πριν ζητήσει θεραπεία.
Agnails can be very painful and require proper care.
Η λέξη agnail δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με την υγιεινή και τη φροντίδα των νυχιών.
Μην αγνοήσεις τον αγκώνα εκείνο; θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο σοβαρή μόλυνση.
Regular nail care can prevent problems like agnails from occurring.
Η κανονική φροντίδα των νυχιών μπορεί να προλάβει προβλήματα όπως οι αγκώνες.
I learned how to treat an agnail after watching a helpful video online.
Η λέξη agnail προέρχεται από τον παλιό αγγλικό όρο "agnail", ο οποίος έχει ρίζες στη μέση λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Hangnail
Αντώνυμα: - Healthy nail (υγιές νύχι)
Αυτή η λέξη δεν συναντάται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, αλλά γνωρίζοντας την μπορεί να σας βοηθήσει στην κατανόηση ιατρικών κειμένων.