Ο όρος "agreeable voice" αναφέρεται σε μια φωνή που είναι ευχάριστη ή συμφωνημένη, μια φωνή που προκαλεί θετική αίσθηση στον ακροατή. Στη γλώσσα Αγγλικά, η φράση χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φωνές που είναι ευχάριστες στο άκουσμα, όπως αυτές που μπορεί να συναντήσουμε σε καλλιτέχνες, ηθοποιούς ή ομιλητές.
Η συχνότητα χρήσης είναι ανώτερη στον προφορικό λόγο, κάτι που σχετίζεται με τη φυσική επικοινωνία και την παρουσίαση.
Έχει μια ευχάριστη φωνή που αιχμαλωτίζει το κοινό της.
The singer's agreeable voice made the concert an unforgettable experience.
Η ευχάριστη φωνή της τραγουδίστριας έκανε τη συναυλία μια αξέχαστη εμπειρία.
Listening to his agreeable voice on the radio is always a pleasure.
Η φράση "agreeable voice" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε καμία σημαντική ιδιωματική έκφραση, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες καταστάσεις ομιλίας. Ακολουθούν μερικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ευχάριστη φωνή:
"Έχει μια φωνή που είναι μουσική για τα αυτιά."
"His agreeable voice brings a calming effect."
"Η ευχάριστη φωνή του έχει ηρεμιστικό αποτέλεσμα."
"A voice like hers can turn heads."
"Μια φωνή σαν τη δική της μπορεί να τραβήξει την προσοχή."
"With such an agreeable voice, he could read the phone book and make it sound interesting."
"Με μια τόσο ευχάριστη φωνή, θα μπορούσε να διαβάσει το τηλεφωνικό κατάλογο και να το κάνει να ακούγεται ενδιαφέρον."
"It’s hard to concentrate when someone speaks in an agreeable voice."
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα του όρου "agreeable voice" και τη χρήση του στη γλώσσα Αγγλικά.