Το "agreed penalty" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/əˈɡrid ˈpɛnəlti/
Ο όρος "agreed penalty" αναφέρεται σε μια ποινή που έχει ήδη συμφωνηθεί μεταξύ των μερών σε ένα συμβόλαιο ή αλληλεπίδραση, συνήθως σε νομικό ή επιχειρηματικό πλαίσιο. Αυτή η ποινή μπορεί να είναι οικονομική, νομική ή άλλου τύπου και ισχύει εάν κάποια από τις πλευρές παραβεί τις συμφωνημένες υποχρεώσεις.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και εμπορικά έγγραφα καθώς και σε συζητήσεις σχετικές με συμβόλαια. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτές αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
Οι πλευρές συμφώνησαν σε μια ποινή για καθυστερημένη εκτέλεση της σύμβασης.
If either party breaches the agreement, they will incur the agreed penalty.
Εάν κάποια από τις πλευρές παραβιάσει τη συμφωνία, θα επιβαρυνθεί με την συμφωνημένη ποινή.
The agreed penalty was a significant amount that discouraged any breaches.
Ο όρος "agreed penalty" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες λέξεις που σχετίζονται με την αδικία ή την ποινή.
"Συμφώνησαν την σύμβαση με μια συμφωνημένη ποινή για να αποφύγουν μελλοντικές διαμάχες."
"The agreed penalty serves as a deterrent for any potential violations."
"Η συμφωνημένη ποινή λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για τυχόν παραβιάσεις."
"By specifying the agreed penalty in writing, both sides are protected."
Η λέξη "agreed" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "agre’de" που σημαίνει "να συμφωνήσεις", και το "penalty" προέρχεται από την γαλλική λέξη "penalité", η οποία έχει ρίζες στο λατινικό "poena" που σημαίνει "πείρα" ή "ποινή".
Συνώνυμα: - Contractual penalty (συμβατική ποινή) - Established penalty (καθιερωμένη ποινή)
Αντώνυμα: - Waiver (παραίτηση) - Forgiveness (συγχώρεση)