Noun
/phɪˈneɪ·nə/
Η λέξη "ague-weed" αναφέρεται σε ένα φυτό που χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την επιστήμη της βοτανολογίας, κυρίως σαν φάρμακο για τη θεραπεία της ελονοσίας ή άλλων ασθενειών που σχετίζονται με τους πυρετούς. Το φυτό αυτό έχει επίσης χρησιμοποιηθεί στη λαϊκή ιατρική ως ένα φυσικό φάρμακο.
Η χρήση της λέξης "ague-weed" είναι σχετικά σπάνια, παρόλο που μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτά σχετικά με φυτικά ή παραδοσιακά φάρμακα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε βοτανολόγους ή σε ιστορικά κείμενα.
The herbalist recommended ague-weed for its fever-reducing properties.
(Ο βοτανολόγος συνέστησε το αγριοχόρτο για τις ιδιότητές του που μειώνουν τον πυρετό.)
In ancient times, ague-weed was often used to combat malaria.
(Στις αρχαίες εποχές, το αγριοχόρτο χρησιμοποιούνταν συχνά για την καταπολέμηση της ελονοσίας.)
Many traditional remedies include ague-weed as a key ingredient.
(Πολλές παραδοσιακές θεραπείες περιλαμβάνουν το αγριοχόρτο ως βασικό συστατικό.)
Η λέξη "ague-weed" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί η χρήση σχετικών βοτανικών όρων σε ιδιωματικά ή παραδοσιακά συμφραζόμενα:
"To treat with ague-weed" – συνήθως χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην πρακτική της αντιμετώπισης μιας ασθένειας με φυσικά φάρμακα.
(Να θεραπεύσουμε με αγριοχόρτο.)
"The healing power of ague-weed" – μια φράση που αναφέρεται στην ικανότητα του φυτού να θεραπεύει ασθένειες.
(Η θεραπευτική δύναμη του αγριοχόρτου.)
Η λέξη "ague-weed" προέρχεται από την αγγλική λέξη "ague," που σημαίνει πυρετός ή ασθένεια, και "weed," που αναφέρεται σε χόρτο ή φυτό. Ο συνδυασμός αυτών των όρων περιγράφει το φυτό που χρησιμοποιείται ειδικά για τη θεραπεία τέτοιων ασθενειών.
Συνώνυμα: - Ague - Feverwort
Αντώνυμα: - Health - Wellness